Το ''Λαϊνάκι'' δεν είναι ένα μοντέρνο μυθιστόρημα. Δεν φτιάχτηκε για όσους λατρεύουν να σημειώνουν με κίτρινο φωσφοριζέ stabilο αποφθέγματα και...
Το ''Λαϊνάκι'' δεν είναι ένα μοντέρνο μυθιστόρημα. Δεν φτιάχτηκε για όσους λατρεύουν να σημειώνουν με κίτρινο φωσφοριζέ stabilο αποφθέγματα και να τα ανεβάζουν στα stories τους. Το highlight του είναι οι ίδιοι οι χαρακτήρες του που σκορπίζονται σε ολόκληρό το βιβλίο σαν σπόροι που αγωνιούν να βρουν εύφορη γη για να φυτρώσουν. Δεν γράφτηκε σε ημερολογιακό ύφος αλλά σαν να ήταν προορισμένο να δημοσιευτεί σε συνέχειες σε εφημερίδα σε μια εποχή που ο λόγος μετρούσε περισσότερο απ’ το σκάνδαλο.
Έχει τη στόφα ενός κλασσικού μυθιστορήματος που διαβάζεται με ελληνικό καφέ, όσο ακούγονται από τα ηχεία μελωδίες του Αττίκ, που όμως μιλάει για κάτι άχρονο. ‘’Για ανθρώπους που αγαπήθηκαν και ανθρώπους που δεν αγαπήθηκαν’’* και για το γενεαλογικό τραύμα που φτάνει ως εμάς. Απόγονοι γάμων που έγιναν για όλους τους λάθος λόγους, να πληρώνουμε τα σπασμένα και να γινόμαστε φορείς απωθημένων όπως ο ήρωας της ιστορίας, ο Χαραλάμπης. Ένας 88χρονος άντρας που αποφασίζει στα καλά καθούμενα να ταξιδέψει για πρώτη φορά στο εξωτερικό με την ελπίδα πως… θα αλλάξει. Έτσι με την επιστροφή του στον Βόλο, την πόλη που μεγάλωσε, και με αφορμή τη συνάντηση του με έναν παλιό γνώριμο και την επίσκεψη στο ταξιδιωτικό πρακτορείο της παλιάς γειτονιάς του, αναπολεί τη ζωή που πέρασε.
Ο Χαραλάμπης δεν είναι μια συμπαθητική φιγούρα. Μοιάζει με φτερό στον άνεμο, ανακαλύπτεις σιγά σιγά πως παρά τα χρόνια του λίγα πράγματα έκανε συνειδητοποιημένα. Πάνω στη ροή της αφήγησης συνειρμικά πάει το μυαλό σου σ’ όλους εκείνους τους ανθρώπους που δεν άντεχες και αναρωτιέσαι αν έκρυβαν και εκείνοι ένα τόσο σκοτεινό παρελθόν. Άλλωστε αν υπάρχει κάποιος που επαναλαμβάνει με σιγουριά πως τίποτα δεν είναι παράλογο όταν ‘’φωτίζεται’’ σωστά, αυτός είμαι εγώ.
‘’Άκου να σου πω, φίλε μου. Μπορεί ο πατέρας μου να ήταν ένας παλιάνθρωπος, μπορεί να ήταν μαζί μου και απέναντι στη μάνα μας σκληρός και ιδιότροπος όσο δεν βάζει ο νους σου, μπορεί να ήταν -και ήταν, στ’ αλήθεια ήταν- χίλια δυο πράγματα. Δεν έπαυε όμως να είναι ο πατέρας μου. Τον αγαπούσα; Δεν ξέρω. Τον φοβόμουν; Μπορεί να είναι κι αυτό. Πάντως ήμουν απέναντι του σεβαστικός, όπως όφειλα. Ήταν εκείνος που μου έδωσε, φέρνοντας με στον κόσμο, το όνομα Χαράλαμπος Χατζημάρκου. Μου έδωσε το δικαίωμα ν’ ανήκω κάπου, να είμαι και εγώ κάποιου ο γιος. Καταλαβαίνεις; Εσύ τι θα έκανες στη θέση μου;’’
Ο αυταρχικός πατέρας του, η μητέρα-θύμα, η απόμακρη αδερφή και η ερωτική σχέση της με μια άλλη γυναίκα – το ερωτικό του απωθημένο, η σύζυγος του, οι φήμες, η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, τα στερεότυπα, η άγνοια, τα ανείπωτα λόγια, οι δωσίλογοι, η κατοχή. Όλα κομμάτια ενός παζλ που ενώ προσπαθείς απ’ την αρχή να ενώσεις για να βρεις το νόημα, μένεις να κοιτάς στο τέλος συγκινημένος την ολοκληρωμένη εικόνα με τις ιστορικές αναφορές να λειτουργούν μέσα στο κείμενο ως χρονικές σημαδούρες και τα αληθινά γεγονότα ως ηθογραφικά στίγματα μιας Ελλάδας που αποσύρεται πια στις επαρχίες μέχρι να χαθεί εντελώς.
‘’Και να σου πω και κάτι;’’ λέω στη Λία στο τηλέφωνο ‘’είναι κρίμα που η οικογένεια Χατζημάρκου δεν υπάρχει στην πραγματικότητα γιατί της έδωσες την δικαίωση που αξίζει σε κάθε αφανή οικογένεια εκεί έξω’’
Βρες το εδώ.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελκυστής
*φράση της Μαλβίνας Κάραλη