Ο καθόλου political correct κόσμος του Bukowski





Αν κάτι άκουγα εδώ και χρόνια για τον Bukowski ήταν για τον μισογυνισμό του. Στο ‘’Σημειώσεις ενός πορνόγερου’’ (πρώτος τόμος, η βιβλιοθήκη είχε μια παλιά έκδοση) δεν είδα τίποτα τέτοιο, κάτι που δεν μπορώ να πω για το ‘’Ιστορίες μιας θαμμένης ζωής’’. Σε αυτή τη συλλογή διηγημάτων μιλάει για τον βιασμό σαν να ήταν κάτι απλό, καθημερινό. Οπότε στο ερώτημα ‘’ήταν ο Bukowski μισογύνης;’’ η απλή απάντηση είναι ‘’Ναι, ήταν’’. Όμως πως μπορείς να κατηγορήσεις κάποιον για μισογυνισμό όταν η απέχθεια του δεν έκανε διακρίσεις βάση φύλου και μάλιστα σε μια εποχή που το να παραβιάζεις τα όρια των γυναικών ήταν τόσο φυσιολογικό όσο το κρύο νερό στον καύσωνα;

‘’Η μεγαλύτερη ανακούφιση είναι να μην προσπεράσεις άλλον άνθρωπο στο πεζοδρόμιο…να μη ξαναδείς τα μικρά ποντικίσια μάτια τους…την κτηνώδικη άνθηση τους. Τι γλυκό αυτό το όνειρο! Να μην αναγκαστείς να κοιτάξεις ποτέ πια το πρόσωπο άλλου ανθρώπου’’.

Μη με παρεξηγήσεις. Σκοπός μου δεν είναι να δικαιολογήσω κανέναν θύτη αλλά να συζητήσουμε  πόσο λογικό είναι να κρίνουμε το τότε βασιζόμενοι τις αντιλήψεις του τώρα. Ειδικά έναν συγγραφέα που είχε τουλάχιστον επίγνωση της τοξικής του αρρενωπότητας.

‘’Αν ήταν λιγάκι χυδαία, αν είχε κάτι ανάρμοστο ή αηδιαστικό πάνω της θα μου ήταν πολύ πιο εύκολο να τις τα ρίξω. Θυμήθηκα μια ιστορία που είχα διαβάσει στα Ιπποδρομιακά για ένα καθαρόαιμο που δεν μπορούσαν να το ζευγαρώσουν με καμιά φοράδα. Του κουβάλαγαν τις πιο όμορφες φοράδες που έβρισκαν, όμως το καθαρόαιμο τις απόφευγε. Ύστερα κάποιος, που κάτι ήξερε απ’ αυτά, είχε πει μια ιδέα. Πασάλειψε μια λάσπη μια όμορφη φοράδα και στη στιγμή το καθαρόαιμο την καβάλησε. Η θεωρία λοιπόν έλεγε ότι το καθαρόαιμο ένιωθε κατώτερο μπροστά στην ομορφιά, όταν την είδε όμως λερωμένη, αηδιαστική, ένιωσε αμέσως ίσο ή μπορεί και ανώτερο. Λοιπόν τα μυαλά των αλόγων και τα μυαλά των ανθρώπων έχουν πολλά κοινά σημεία.’’

Μια εύθραυστη αρρενωπότητα που παρότι αναφέρεται στους gay άντρες ως ‘’αδερφές και περιθώριο’’, την ίδια στιγμή βέβαια που τοποθετεί και τον εαυτό του μέσα σε αυτό, δεν εξάπτεται με το φλερτ τους όπως συμβαίνει συνήθως με τον μέσο ομοφοβικό - κρυφό. Εκφράζει μάλιστα τη δυσαρέσκεια του όταν γίνεται μάρτυρας στη βία που τους ασκείται. Νομίζω όμως πως αν θέλουμε να καταλάβουμε πιο σφαιρικά τη ζωή και το έργο του Charles πρέπει να ξεκινήσουμε φυσικά από την παιδική του ηλικία:

‘’Ο πατέρας του αναφέρεται συχνά κι από τον ίδιο ως αρκετά βίαιος και στενόμυαλος άνθρωπος. Προσπαθούσε να είναι απόλυτα νομοταγής, και αποπειράθηκε να εμφυτεύσει στον γιο του τα δικά του ιδανικά, ώστε εκείνος να γίνει ένα παραγωγικό και ωφέλιμο μέλος της κοινωνίας. Συχνά ήταν άνεργος και έβγαζε τον πόνο και την αγωνία του πάνω στον Τσαρλς, δέρνοντάς τον επανειλημμένα μέχρι τα δέκα του χρόνια. Το αποτέλεσμα ήταν ο Bukowski να αρχίσει να νιώθει την εγκατάλειψη και την απομόνωση, και να μένει συνειδητά άπραγος με την έννοια της εναντίωσης, όχι μόνο απέναντι στον πατέρα του, αλλά και σε ολόκληρη την κοινωνία.’’

Δεν σου κρύβω πάραυτα ότι σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς που θαυμάζω όπως ο Κώστας Ταχτσής ή ο Alain de Botton, τον Bukowski δεν θα τον ήθελα ούτε σε κοινή παρέα. Ήταν απρόβλεπτος, μέθυσος, εγωιστής και πιθανότατα -αν τρία στα δέκα που γράφει είναι αληθινά- βίαιος. Όμως η γραφή του, αν και δεν την διακρίνει η λογοτεχνικότητα που συνήθως με συγκινεί, είναι πέρα για πέρα λυτρωτική και η ζωή του ένα ζωντανό ποίημα. Καθόλου στιλιζαρισμένη, απλή, αυθόρμητη, ειλικρινής, εξομολογητική, αθυρόστομη σαν να σκεφτόταν πως έτσι και αλλιώς δεν είχε τίποτα άλλο να χάσει αφού τα είχε χάσει ήδη όλα.

Το άλλο άκρο δηλαδή της συντριπτική πλειοψηφίας των λογοτεχνών από την δεκαετία του ’90 και έπειτα. Δεν είναι τυχαίο που ο Jean Genet και ο Jean-Paul Sartre τον αποκαλούσαν τον μεγαλύτερο ποιητή της Αμερικής. Ούτε πως έδωσε και δίνει φτερά και φωνή σε κάθε κατατρεγμένο, περιθωριακό, ανένταχτο, θα τολμήσω να πω υπαρξιστή εκεί έξω, μιας και τόσα χρόνια μετά τον θάνατο του δεν έχει βρεθεί κανένας να τον αντικαταστήσει και είναι να αναρωτιέσαι: χάθηκαν άραγε ξαφνικά όλα τα ‘’χαμένα κορμιά’’ και οι εκπρόσωποι τους από προσώπου γης; Ανέβηκε τόσο πολύ η ποιότητα ζωής σε παγκόσμια κλίμακα που όλα αυτά δεν ανήκουν πουθενά αλλού πέρα από τις σκοτεινές γωνιές του παρελθόντος;

Ο Hunter D. δίνει περίπου την απάντηση στο ‘’Chav: αλληλεγγύη από τα υπόγεια’’:
‘’Όλη η δημοσιότητα και το βάρος πέφτει στο πως οι λευκοί μεσοαστοί υποφέρουν από άγχος και κατάθλιψη. Και κατά ένα μέρος αυτό συμβαίνει επειδή , ανεξαρτήτως της κατάστασης της ψυχικής υγείας τους, τείνουν να θέτουν στο επίκεντρο της συζήτησης τις δικές τους αφηγήσεις γι’ αυτά τα ζητήματα, εκτοπίζοντας όλων των άλλων.’’

Είναι κοινό μυστικό πως το κλειδί του κάστρου της λογοτεχνίας το κρατούσαν ανέκαθεν οι ανώτερες αστικές τάξεις. Παρόλα αυτά όλο και κάποιο παράθυρο θα παρέμενε ανοικτό για τους επαναστάτες που εποφθαλμιούσαν τη δική τους κάμαρη. Όσο όμως ο κόσμος αντικαθιστούσε την θρησκεία με τον φιλελευθερισμό και τους διανοούμενους με τους εμπειρογνώμονες τόσο αυτός ο θεόρατος ναός γινόταν απόρθητος. Έτσι φτάσαμε τη θέση των ελάχιστων βιοπαλαιστών στα γράμματα να την παίρνουν οι πτυχιούχοι χαμηλόμισθοι που δεν μπορούσαν να εκφράσουν τον λαό αφενός γιατί η ελπίδα που τους πρόσφεραν οι σπουδές τους έσωζε από την απελπισία που τσάκιζε την εργατιά και αφετέρου γιατί έβλεπαν την καταγωγή τους ως εμπόδιο στην εξέλιξη τους.

Γι’ αυτό συμπαθάτε με αλλά μεταξύ ενός μπουρζουά αρχιτέκτονα που εκδίδει βιβλία για την επισφάλεια της γενιάς του όταν ο ίδιος ποτέ δεν την έχει βιώσει και ενός Charles Bukowski, πάντα θα επιλέγω τον δεύτερο. Τουλάχιστον, στον δικό μου κόσμο, η υποκρισία έχει κάνει μεγαλύτερο κακό απ’ ότι ο μισογυνισμός που φωνάζει δυνατά το όνομά του επιτρέποντας σου να προφυλαχτείς και να του εναντιωθείς.

Ίσως βέβαια πάλι, τώρα που το σκέφτομαι, η ενσυναίσθηση μου να μην είναι στα φόρτε της όταν συναντώ κάποιον που μιλάει στην καρδιά μου, που με κάνει να νιώθω λιγότερο μόνος, που βρίσκω δύναμη στον τσαμπουκά του, που νιώθω πως αν πάρω κάποιο βιβλίο του μαζί μου σ' ένα bar γεμάτο κόσμο και καθίσω ανάμεσα σε αυτό και μια μπίρα θα 'ναι σαν να χω βγει το πιο περίεργο και συνάμα πιο ενδιαφέρον ραντεβού της ζωής μου.