Διαβάζοντας το ‘’Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο’’ ευχήθηκα στον εαυτό μου οι άνθρωποι που γνωρίζω, από εδώ και στο εξής, να αντιλαμβάνονται την ζωή όπως ο Marcel Proust. Να μπορούν να εστιάσουν και να θαυμάσουν απλά πράγματα με το πάθος που άλλοι κυνηγούν τα μεγάλα. Η μυρωδιά ενός ροζ τριαντάφυλλου, η όψη του καμπαναριού της εκκλησίας, οι γωνίες ενός προσώπου, το παιχνίδισμα των ηλιαχτίδων στα ξύλινα έπιπλα… Πολλοί σχολιάζουν πως στο έργο αυτό απουσιάζει η πλοκή, κάτι που με έκανε να έχω δεύτερες σκέψεις. Αρκούσαν όμως δυο τρεις πίνακες του Μονέ στην αρχική μου και μια εκθειαστική κριτική για να με ωθήσουν να το ξεκινήσω και έπειτα να πέσω προοδευτικά σε μια νιρβάνα που αδυνατούσα να πιστέψω πως κάποιος έπλασε μόνο με λέξεις.
‘’ Σπάνια κάποιος διεγείρει τόσο πολύ τα νεύρα της γλώσσας μέσα μου: γίνεται εμμονή. Λοιπόν, τι μένει να γραφτεί μετά από αυτό; Βρίσκομαι μόνο στον πρώτο τόμο, και υπάρχουν, υποθέτω, λάθη που πρέπει να βρεθούν, αλλά είμαι σε κατάσταση έκπληξης- σαν να γίνεται ένα θαύμα μπροστά στα μάτια μου. Πώς, επιτέλους, κάποιος στερεοποίησε αυτό που πάντα ξέφευγε -και το μετέτρεψε σε αυτή την όμορφη και απόλυτα ανθεκτική ουσία; Πρέπει να αφήσει κανείς το βιβλίο και να αναπνεύσει. Η απόλαυση γίνεται σωματική -όπως ο ήλιος και το κρασί και τα σταφύλια και η τέλεια γαλήνη και η έντονη ζωτικότητα μαζί.’’ Γράφει η Virginia Woolf για το ‘’Από τη μεριά του Σουάν’’.
Ο θάνατος της μητέρας του συγγραφέα, το άσθμα, η επισφάλεια και οι απώλειες του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, η πτώση της αριστοκρατικής τάξης μέσα στην οποία κινούνταν και η αστείρευτη ευαισθησία του αρκούσαν για να τον απομονώσουν μέσα σε ένα δωμάτιο, που είχε επενδύσει με φελλό ώστε να μπορεί να γράφει χωρίς περισπασμούς, προσπαθώντας να αναπλάσει με την πένα του τον κόσμο που χάνονταν.
‘’Όταν όμως χάνεται μια πίστη, επιζεί, όλο και πιο έντονη, για να σκεπάσει την έλλειψη της δύναμης που χάσαμε μη μπορώντας πια να δώσουμε αληθινή υπόσταση σε πράγματα καινούργια, μια φετιχιστική προσήλωση στα παλιά, που τα ζωντάνευε η πίστη, λες και σ’ αυτά, κι όχι μέσα μας, κατοικούσε το θείο…’’
Ας μιλήσουμε όμως πιο συγκεκριμένα
Ο πρώτος τόμος χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο ο αφηγητής εστιάζει στην παθολογική σχέση με την μητέρα του, στις καλοκαιρινές διακοπές στο σπίτι της θείας του Λεονί στο Κομπραί* όταν ήταν παιδί, στις κοινωνικές συναναστροφές της εποχής -τέλη 19ου αιώνα- και στον Σουάν. Έναν γείτονα και οικογενειακό φίλο.
‘’Βέβαια, τ’ όμορφο πρόσωπο της μητέρας του έλαμπε ακόμα από νιάτα το βράδυ εκείνο που μου βαστούσε τόσο απαλά τα χέρια και προσπαθούσε να σταματήσει τα δάκρυα μου, όμως ακριβώς αυτό είχα την εντύπωση πως δεν έπρεπε να γίνει, γιατί ο θυμός της θα μου ήταν λιγότερο οδυνηρός απ’ αυτή την καινούργια γλύκα, που δεν είχαν γνωρίσει τα παιδικά μου χρόνια. Είχα την εντύπωση πως μ’ ένα ανόσιο και κρυφό χέρι είχα μόλις χαράξει στην ψυχή της μια πρώτη ρυτίδα και είχα κάνει να φανεί μια πρώτη άσπρη τρίχα.’’
Η διάσημη σκηνή με τα ''μαντλέν'', η αιτία που ανακαλείται στον αφηγητή το ξεχασμένο του παρελθόν, είναι αδιαμφισβήτητα η πιο αριστουργηματική σελίδα που έχω συναντήσει ποτέ σε βιβλίο. Ένα κομψοτέχνημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας που μπορεί να κάνει και τον πιο ταλαντούχο συγγραφέα των ημερών μας να κοκκινίσει από ντροπή.
Στο δεύτερο ακολουθούμε τον Σουάν , πριν καν γεννηθεί ο αφηγητής, και τον έρωτα του με μια ‘’κοινή γυναίκα’’. Ενώ όμως θα περίμενε κανείς να φλερτάρει με το ύφος του παλιομοδίτικου ρομάντζου καταλήγει να είναι μια κυνικά ειπωμένη ιστορία αγάπης με δοκιμιακές διδαχές που με έκανε να αναρωτιέμαι αν αυτό έγινε προμελετημένα ή αν ήταν απλά η απόρροια της δύναμης της παρατηρητικότητας του Proust.
‘’…υποψιαζόταν πως αυτό που αναζητούσε ήταν μια γαλήνη, μια ειρήνη που δεν θα ‘ταν κατάλληλη ατμόσφαιρα για τον έρωτα του. Όταν η Οντέτ θα έπαυε να είναι γι’ αυτόν ένα πλάσμα πάντα απόν, … όταν το αίσθημα που θα ‘νιωθε γι’ αυτήν δεν θα ‘ταν τούτη η ίδια η ταραχή… όταν θα είχαν δημιουργηθεί μεταξύ τους ομαλές σχέσεις, που θα έθεταν τέλος στην τρέλα και στη μελαγχολία του, τότε, αναμφίβολα. Θα ‘βρισκε στις ίδιες τις πράξεις της ζωής της λιγοστό ενδιαφέρον’’
Στο τρίτο μέρος επιστρέφει ο αφηγητής τόσο στο προσκήνιο όσο και στο Παρίσι, λίγο μεγαλύτερος από όσο τον αφήσαμε και ερωτευμένος με την Ζιλμπέρ, την κόρη του Σουάν. Ευτυχώς το μικρότερο μέρος από τα τρία, μόλις σαράντα σελίδες, μιας και δεν είχα διάθεση να συνεχίζω να διαβάζω για έρωτες αλλά που ήταν απαραίτητο τόσο για τη συνοχή του βιβλίου όσο και για την επισφράγιση της ταυτότητας του.
Είναι όμως ένα βιβλίο για όλους;
Αν νοσταλγείς συχνά το παρελθόν και πιστεύεις πως παλιά ήταν καλύτερα, αν έχεις βαρεθεί τους γρήγορους ρυθμούς της ζωής και λαχταράς να ταξιδέψεις σε μια εποχή που ο χρόνος μετρούσε διαφορετικά, αν θες να διαβάσεις κάτι που καταδύεται στον ανθρώπινο ψυχισμό με εξωπραγματική διορατικότητα και θες να νιώσεις πως είναι να τσαλαβουτούν οι προτάσεις μέσα σου, να λιμνάζουν κοντά στην καρδιά σου και έπειτα να ακτινοβολούν στις σελίδες σαν αστέρια που καθρεπτίζονται στην θάλασσα σε νύχτες που το μόνο που ακούγεται είναι ο απόηχος της επιθυμίας ,τότε ο Proust έγραψε για σένα.
Ναι, δεν είναι ένα βιβλίο παραλίας.
Απαιτεί ολόκληρη την προσοχή σου και δεν επιτρέπει κλεφτές ματιές στα social media, αν θες να είσαι σε θέση να ακολουθήσεις τον ειρμό του. Οι προτάσεις είναι συχνά τεράστιες, οι αλληγορίες αλλεπάλληλες, η πρόζα του πυκνή και υπαινικτική. Αυτή τη στιγμή όμως νιώθω ευλογημένος για τον τεράστιο πλούτο λέξεων, εικόνων, συναισθημάτων, ψυχής και ομορφιάς που κουβαλάω μέσα μου και ας ανήκω στους αναγνώστες που η κλασσική λογοτεχνία αποτελεί συνήθως τη δεύτερη επιλογή.
Γιατί, με κάθε νέο συγγραφέα που με αγγίζει, επιβεβαιώνω ξανά και ξανά πως ανάμεσα σε ανθρώπους που επικρατεί ένας διαρκής θόρυβος στο μυαλό τους και αναλώνουν την ζωή τους προσπαθώντας να ερμηνεύσουν το εαυτό τους και τα σημεία των καιρών τους, ο χωροχρόνος τείνει να καταργείται και να δημιουργείται ένας είδος συγγένειας πιο φυσικής και από αυτή που μας συνδέει με όσους κυλά στις φλέβες μας το ίδιο αίμα.
Σ' αφήνω, για την ώρα, με ένα από τα αγαπημένα μου αποσπάσματα για τη φύση:
Κυκλοφορούν και οι επτά τόμοι από τις Εκδόσεις Εστία.