Αν ζούσα στη δεκαετία του ’50, θα αναζητούσα την ελευθερία και τον εαυτό μου στους δρόμους της χώρας μου, σαν τον Kerouac. Τώρα είμαι αναγκασμένος να κυνηγάω τον αλγόριθμο στο instagram.
Αν ήμουν τριαντάρης το ’60 και με ζύγωνε η μοναξιά όπως απόψε, θα κατέβαινα στα «εφημερεύοντα» ξενυχτάδικα καφενεία της Ομόνοιας. Κινητά στα χέρια δεν θα υπήρχαν, κι έτσι θα μπορούσα με μια ατάκα να πιάσω εύκολα κουβέντα με τον διπλανό θαμώνα, ζητώντας την εφημερίδα ή τον αναπτήρα του. Τώρα είμαι ανάμεσα σε διακόσιες τουλάχιστον πράσινες τελίτσες στο romeo, με ούτε έναν ικανό να συζητήσει, να εστιάσει.
Αν ψηφιζόταν δεκατριάωρη εργασία το ’70, θα καιγόταν η Αθήνα. Οι πολίτες μετά την δικτατορία ήταν βαθιά και ουσιαστικά πολιτικοποιημένοι και σε κάθε πνευματικό χώρο ακουγόταν ο δονούμενος παλμός των ζωντανών καρδιών τους. Τώρα τους γα** απ’ τον κώλο και νομίζουν πως τους βγήκε ουρά.
Αν ήμουν gay στα ’80s, θα έτρεμε το φυλλοκάρδι μου μην χάσω ακόμα έναν φίλο, μην βρεθώ ξαφνικά σε κάποιο κρύο δωμάτιο νοσοκομείου να δέχομαι τον οίκτο ή τα υποτιμητικά βλέμματα του γιατρού – αλλά τουλάχιστον θα είχα χαρεί τον ελεύθερο έρωτα, το καθαρό άμεσο φλερτ στα gay bar της Πλάκας, αυτό που λέμε «γνήσιο αρσενικό» στα πάρκα, που τότε ήταν ο κανόνας. Τώρα πρέπει να με πείσω πως το να με ακολουθούν εκατό άτομα στο instagram, αλλά να μένουν όλοι στο like – και κάποιοι ούτε σ’ αυτό – είναι μέρος του παιχνιδιού.
Αν στα ’90s είχα στην άκρη ένα εκατομμύριο δραχμές, θα σκεφτόμουν: «Ωραία, θα ανέβω Αθήνα αύριο. Σε καμιά βδομάδα θα έχω βρει κάποιο δυάρι στα Πετράλωνα και, μέχρι να τελειώσουν τα χρήματα σε τρεις-τέσσερις μήνες, θα είμαι και με τη δουλίτσα μου». Τώρα, πλήρωνε κάνα δυο μήνες hostel όσο ψάχνεις σπίτι δίνοντας περισσότερες συνεντεύξεις και από την Madonna όταν βγάζει νέο δίσκο, για να βρεις στο τέλος μια τρύπα όπου θα δίνεις τα τρία τέταρτα του μισθού σου – ζώντας με τον φόβο πως, όταν θα χρειαστεί να το αφήσεις, δεν θα φτάνει ούτε ολόκληρο το μηνιάτικο.
Αν ζούσα, λοιπόν, σε οποιαδήποτε άλλη εποχή, θα υπήρχε – αν μη τι άλλο – ελπίδα. Όμως είναι 2025 και πρέπει να συμβιβαστώ με την ιδέα πως ζω ανάμεσα σε ζόμπι που ξοδεύουν τη μία και μοναδική ζωή τους χαζεύοντας οθόνες, αποδεχόμενοι όλη τη γελοιότητα της αυτοπροβολής ως κανονικότητα και με την ψευδαίσθηση πως ζουν, επειδή βγαίνουν για καφέ τις Κυριακές και πηγαίνουν δύο εβδομάδες διακοπές τον χρόνο στη Βαρκελώνη με τον κολλητό. Πρέπει να ανεχτώ τον κάθε «αυτοδημιούργητο» καριερίστα που έχει να πιάσει βιβλίο από το πανεπιστήμιο και που δεν λέει να καταλάβει πως, χωρίς τις χορηγούμενες σπουδές του μπαμπά και της μαμάς ή ακόμα και με τη διαμονή στο πατρικό μέχρι το πέρας των σπουδών του, τώρα θα ήταν όσο πανικόβλητος είμαι και εγώ.
Μα κυρίως, πρέπει να το πάρω απόφαση πως δεν θα με δω να ξεπερνάω τα σαράντα και πως όλες αυτές οι σκέψεις που κάνω κάθε μέρα, κάθε πρωί, θα γράψουν αργά ή γρήγορα το τέλος μου.
Όμως πριν απ’ όλα αυτά, θέλω να μου δώσω την ευκαιρία να γράψω για όλα όσα με έχουν καθορίσει – όμως χωρίς θυμό, όπως έκανα μόλις τώρα. Να αφιερωθώ σε αυτόν τον σκοπό, ακόμα κι αν όλα διαλύονται· και για αυτόν – και μόνο για αυτόν – να ανεχτώ κάθε τρισάθλια δουλειά, κάθε τρώγλη, κάθε δυστυχισμένο υπεύθυνο με θέματα εξουσίας, κάθε βλάκα εργοδότη που βλέπει την επιχείρηση του σαν - κούφια - προέκταση του πέους του, κάθε λεωφορείο γεμάτο από ανθρώπους που – όλο και κάποιος – θα τους περιμένει σπίτι, υπενθυμίζοντάς μου με το χαμόγελο ή το ήρεμο από τον ύπνο πρόσωπο τους τη δική μου δυστυχία.
Ίσως, μέσα από αυτό το ταξίδι, καταφέρω να με σώσω. Και μαζί με αυτό να δώσω φωνή στους εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους εκεί έξω που δεν τολμούν να εκθέσουν δημόσια τη μουντή καθημερινότητά τους, μιας και η οικογενειοκρατούμενη αστική τάξη – με την καταστροφική πλύση εγκεφάλου των social media – τους έχει πείσει, προς όφελός της ώστε να μη ξεσηκώνονται, πως η ευθύνη είναι αποκλειστικά δική τους.
Πόσο βολικό.