Ευτυχώς που υπάρχουν τα βιβλία...


 

Πέρασαν πολλές σελίδες μέχρι να με κερδίσουν ''Τα χρόνια'' της Annie Ernaux. Για την ακρίβεια, λίγο παραπάνω από το μισό βιβλίο. ''Ψυχρός λόγος, περνάει γρήγορα από το ένα θέμα στο άλλο, δεν εμβαθύνει ποτέ, απουσιάζει η λογοτεχνική γλώσσα που με κάνει να θαυμάζω, να δένομαι ή να ταυτίζομαι με έναν συγγραφέα, η ζωή της είναι αδιάφορη''. Αυτά λίγο πολύ σκεφτόμουν μέχρι που σταδιακά, και τόσο αθόρυβα που μέχρι και εγώ ο ίδιος άρχισα να αμφιβάλλω για την ορθότητας της κρίσης μου, βρέθηκα να ψιθυρίζω ''Ω, μα αυτό είναι μοναδικό!'' Γιατί η αυτοβιογραφία της Γαλλίδας Νομπελίστριας δεν μοιάζει με καμία άλλη που έχεις διαβάσει. Καλύπτοντας στην ουσία επτά δεκαετίες, καταγράφει το προσωπικό της βίωμα διαθλώντας το μέσα από την ιστορία του κόσμου και ειδικότερα της χώρας της χρησιμοποιώντας ως χρονικές σημαδούρες βιβλία, ταινίες, διαφημίσεις, προϊόντα, δίσκους και προσωπικότητες που έμελλε να σφραγίσουν το συλλογικό φαντασιακό της γενιάς της. Οι φωτογραφίες που πρωταγωνιστούν και τα οικογενειακά δείπνα στήνουν τον πυρήνα της αφήγησης γύρω από τον οποίο ξετυλίγονται αναρίθμητα προσωπικά, πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα με το μυαλό μου να κατακλύζεται από ερωτήματα. Τι είναι τελικά ευτυχία; Μήπως είναι απλά ένας μύθος που συντηρούν οι άνθρωποι για να συνεχίζουν να βρίσκουν νόημα το πρωί; Μήπως θα έπρεπε, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς, να βρούμε άλλες, πιο ακριβείς λέξεις; Ηρεμία, αποδοχή, ασφάλεια, πληρότητα. Άραγε είναι όλες οι επαναστάσεις καταδικασμένες να αποτύχουν εφόσον οι πολίτες αφήνονται τόσο εύκολα έρμαια στην προπαγάνδα και στις δυνάμεις εξουσίας; Μπορεί ο χρόνος, αν τον φιλοσοφήσουμε και αν επενδύσουμε σε μια ουσιαστική ενδοσκόπηση με κάθε μέσο που μας διατίθεται , να γίνει σύμμαχος ή είναι αναπόφευκτο να νοσταλγούμε όσο μεγαλώνουμε αυτά που χάθηκαν, σιωπηλά βέβαιοι πως όλα όσα αξίζουν είναι πίσω μας; Δεν έχω απάντηση. Μπορώ μόνο να σου γράψω πως θα συνεχίσω να αναρωτιέμαι διαβάζοντας λογοτεχνία.



Τα ''Χωριστά δωμάτια'' του Pier Vittorio Tondelli με στοίχειωσαν. Είναι ένα από αυτά τα βιβλία που δένεσαι τόσο πολύ μαζί τους αλλά έπειτα δεν τα βάζεις στις λίστα με τα αγαπημένα της χρονιάς γιατί δεν θέλεις καν να θυμάσαι πως έκανε το στομάχι σου να σφίγγεται μετά από λίγες λέξεις. Μιλά για σένα, έχει γραφτεί για σένα και απόδειξη είναι οι γεμάτες από σημειώσεις και υπογραμμίσεις σελίδες του. Αυτοβιογραφικό και βαθιά υπαρξιακό όπως κάθε άλλο βιβλίο που έχει γραφτεί από άντρα που ανήκει στη γενιά των τριαντάρηδων που τόσο άδικα χάθηκε από Aids στα 90's. Η διαφορά όμως με τον Herve Quibert ή τον Cyril Collard είναι πως εδώ εστιάζει σε έναν έρωτα αλλά κυρίως στο πως αυτός ο έρωτας  σφυριλατείται και στην συνέχεια δηλητηριάζεται από το gay βίωμα, από το πως είναι να μεγαλώνεις σε μια κοινωνία που απορρίπτει τα βασικότερα στοιχεία σου από παιδί ωθώντας σε να αναζητάς την αποδοχή και την χαμένη εφηβική ηλικία με όλους τους λάθος τρόπους. Να προσπαθείς - πολλές φορές ασυνείδητα - να καλύψεις το κενό κυνηγώντας μια καριέρα, ένα γυμνασμένο σώμα, ταξίδια και ερωτικές επιφανειακές περιπέτειες αλλά ''παραδόξως'' αυτό να μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο απελπίζοντας σε - βυθισμένος σε  μια ατέρμονη αγωνία. Ο Λέο λοιπόν μετά τον θάνατο του Τόμας κάνει το γύρο της Ευρώπης φιλοσοφώντας για όλα αυτά, όπως και για την θρησκεία, την κοινωνία, την οικογένεια, την Ευρώπη που μεταλλάζεται σε ένα ''ελίτ κλαμπ'' για λίγους σπρώχνοντας τους πολλούς στην εξαθλίωση. Ένα μυθιστόρημα γραμμένο σαν κινηματογραφικό σενάριο, με σπαρταριστές ολοζώντανες εικόνες που σε απορροφούν κάνοντας σε να νιώθεις πως παρατηρείς τους ήρωες από μια σκοτεινή γωνία του δωματίου τους. Αν η ομώνυμη ταινία που ετοιμάζει ο Luca Guadagnino είναι έστω το μισό καλή από όσο είναι αυτό το βιβλίο με βλέπω να κατασκηνώνω έξω από τον κινηματογράφο.