Alessio Forgione ''Αν αύριο τα βιβλία μου δεν πουλήσουν ούτε ένα αντίτυπο, θα πρέπει να επιστρέψω στο σερβιτοριλίκι''

 



Λένε πως μπορεί να ξεχάσεις τους ανθρώπους αλλά ποτέ πως σε έκαναν να νιώσεις. Το ίδιο ισχύει και με τους συγγραφείς. Ο Alessio Forgione μου χάρισε πέρυσι, με το πρώτο του μυθιστόρημα Napoli mon amour, τη πιο έντονη αναγνωστική μου εμπειρία. Στην τελευταία σελίδα έκλεισα σοκαρισμένος το βιβλίο και άρχισα να φέρνω βόλτες πάνω κάτω στο σπίτι για να ηρεμήσω το σώμα μου από τις αλλεπάλληλες εκρήξεις συναισθημάτων που παλλόταν μέσα στο στήθος μου. Ένα χρόνο μετά και παρακολουθώντας την πορεία του διαδικτυακά μπορώ να πω με σιγουριά πως πρόκειται για μία από τις πιο δυνατές και ειλικρινείς φωνές της γενιάς μας, κάτι που ίσως καταλάβεις και εσύ μέσα από αυτή εδώ τη συνέντευξη στην Sara Formisano για λογαριασμό του quartapareteroma.it.

-Πόσο χρονών ήσασταν όταν γράψατε το πρώτο σας μυθιστόρημα;

Ήταν  2016, ήμουν 30, το Napoli mon amour , που κυκλοφόρησε το 2018.

-Είχατε γράψει άλλα πράγματα πριν το Napoli mon amour;

Πριν από αυτό το μυθιστόρημα έγραψα σχεδόν όλη μου τη ζωή, αλλά αυτά ήταν κείμενα που έμειναν στον σκληρό δίσκο. Έγραφα για να καταλάβω πώς να φτάσω στο τέλος μιας ιστορίας. Ήταν περισσότερο για μένα παρά για τον κόσμο. Αυτή η μέθοδος λειτουργεί και σήμερα, με την έννοια ότι παράλληλα με αυτά που γράφω κάνω ασκήσεις για αυτά που σκοπεύω να γράψω στο μέλλον.

Έτσι, το «ντεμπούτο» μου ως συγγραφέας ξεκίνησε επίσημα στέλνοντας ένα email που έλαβε θετική απάντηση, αλλά από προσωπική άποψη όλα ξεκίνησαν μια μέρα όταν πήρα το ''Εγώ και αυτός'' του Alberto Moravia , από τη βιβλιοθήκη των παππούδων μου. Ένα από τα λίγα βιβλία του σπιτιού. Όταν το διάβασα ήταν μια προσέγγιση σε μια συγκεκριμένη λογοτεχνία στην οποία υπήρχαν  απαγορευμένες λέξεις για ένα παιδί της ηλικίας μου. Το «Fuck» για παράδειγμα ήταν μια λέξη που επέστρεφε συχνά στο εν λόγω μυθιστόρημα. Ήταν μια ανακάλυψη για μένα γιατί κατάλαβα ότι οι λέξεις που συνήθως απαγορεύονται στην καθημερινή ζωή ήταν προσβάσιμες στα βιβλία. Σκέφτηκα ότι αν και διάβαζα ένα βιβλίο στο οποίο υπήρχαν βρισιές, οι άνθρωποι γύρω μου ήταν χαρούμενοι γιατί διάβαζα ούτως ή άλλως. Πείστηκα ότι το διάβασμα σήμαινε να ξεφεύγεις από τον έλεγχο των άλλων, να είσαι ελεύθερος με κάποιο τρόπο.

-Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι το πάθος σας για τη συγγραφή προήλθε πρώτα από το διάβασμα;

Απολύτως ναι.

-Είναι ο Μοravia ανάμεσα στους αγαπημένους σας συγγραφείς;

Αρκετά, δεν μου αρέσουν όλα τα μυθιστορήματά του, προτιμώ την Elsa Morante.

-Έχετε διαβάσει ποτέ την ιστορία αγάπης μεταξύ  αυτών των δύο;

Δεν με ενδιαφέρει πολύ ο άνθρωπος πίσω από τον συγγραφέα. Θα είναι απλοί άνθρωποι όπως είμαστε όλοι μας. Ίσως η  Elsa Morante να με ενδιαφέρει περισσότερο από τoν Moravia γιατί πίσω της βλέπω μια ιδέα μεγαλείου που οι άλλοι δεν έχουν. Κατά τη γνώμη μου η Morante γράφει με έναν πιο βαρύ, πιο προσωπικό, πιο ελεύθερο τρόπο. Είναι πιο σπλαχνικός αλλά ταυτόχρονα ελαφρύς. Γνωρίζει ότι έχει αυτό το μεγαλείο, οπότε θα μπορούσε να γράψει ακόμη και τη λίστα με τα ψώνια και να είναι υπέροχη.

-Είπατε ότι για να κάνετε το επίσημο ντεμπούτο σας χρειαζόταν απλώς να στείλετε ένα email, αυτό σημαίνει ότι με το Napoli mon amour καταφέρατε να εκδώσετε με την πρώτη κιόλας προσπάθεια; Ποια είναι η ιστορία του;

Το έστειλα σε πολλούς εκδοτικούς οίκους, όχι πολλούς, καμιά δεκαριά. Ο NN publisher ήταν η πρώτη μου επιλογή εκείνη τη στιγμή, επίσης επειδή είχε τα καλύτερα γραφικά, μου άρεσε πολύ. Ήταν οι πρώτοι στους οποίους έστειλα το email. Σκέφτηκα ότι με έναν μικρότερο εκδοτικό οίκο από τον NN δεν θα δημοσίευα. Ήθελα να βγει καλά το έργο, αλλιώς θα το είχα αφήσει στο συρτάρι. Σήμερα στην Ιταλία κυκλοφορούν πολλά μυθιστορήματα μέσα σε ένα χρόνο, τα περισσότερα από τα οποία δεν πουλάνε, βγαίνουν και πάνε χαμένα. Σκέφτηκα ότι δεν ήθελα να γράψω τόσα προσωπικά πράγματα και μετά να βασιστώ σε μια ατημέλητη εκδοτική δουλειά. Σκέφτηκα: αν πρέπει να βγει, θα πρέπει να βγει καλά αλλιώς δεν θα βγει. Η ΝΝ ενδιαφέρθηκε πολύ, της άρεσε το μυθιστόρημα και μου ζητήθηκε να συναντηθούμε για να το συζητήσουμε.

-Όταν διάβασα το μυθιστόρημά σας, με εντυπωσίασε πολύ, μου φάνηκε σαν μια φωτογραφία της εποχής και της γενιάς μας. Αυτή η αίσθηση ανασφάλειας, η υπαρξιακή επισφάλεια που βιώνουμε, η ασυνέπεια της ζωής, ένα είδος μηδενισμού, σωστά; Αυτή η πορεία προς έναν στόχο που θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον μια αποδεκτή κοινωνική θέση: σταθερότητα εργασίας, μια ικανοποιητική σχέση, όλα τα πράγματα που εξακολουθούν να είναι πολύ παρόντα σήμερα. Το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν από τρία χρόνια, αλλά το θέμα είναι ακόμα πολύ καυτό. Θέλω να σας ζητήσω έναν σχολιασμό για το θέμα του μυθιστορήματος.

Το μυθιστόρημα έχει χαρακτηριστεί πολλές φορές, τόσο στην Ιταλία όσο και στη Γαλλία, ως «γενεαλογικό», παρόλο που δεν είχα σκοπό να γράψω μια ιστορία γενιάς. Η πρόθεσή μου ήταν να γράψω για τον εαυτό μου, τους φίλους μου και τη σχέση που είχα εκείνη την εποχή. Αν η ιστορία είναι γενεαλογική, είναι σε πείσμα μου γιατί αυτό σημαίνει πως είμαστε πραγματικά σε μπελάδες. Σημαίνει ότι η κατάσταση που περιέγραψα είναι πολύ διαδεδομένη, κάτι που ούτε εγώ δεν το φανταζόμουν, ίσως να μην με ενδιέφερε καν. Δεν έχω ερευνήσει ποτέ την ζωή των άλλων. Για μένα, το να γράψω αυτή την ιστορία σήμαινε να γράφω για την κατάστασή μου. Το γράψιμο είναι κάπως έτσι, έτσι δεν είναι; Γράφεις κάτι τόσο προσωπικό που μετά γίνεται καθολικό, γιατί μπαίνεις σε τόσες λεπτομέρειες που στο τέλος απογυμνώνεις τον άνθρωπο. Αφαιρείς όλες τις υπερκατασκευές και στρέφεσαι στο ζωντανό ον που απομένει. Ίσως όταν κανείς δεν μας κοιτάζει είμαστε όλοι κακοί άνθρωποι και έτσι αν καταφέρεις να το πεις αυτό με τον πιο ειλικρινή τρόπο, χωρίς υπολογισμούς, τότε θα μείνεις με αυτή την οδυνηρή αίσθηση ντροπής στην οποία σκέφτεσαι «είπα πάρα πολλά « και ντρέπεσαι γι’ αυτό, το μετανιώνεις αλλά συνεχίζεις. Σε αυτή την περίπτωση κάτι συμβαίνει.

-Είναι το μυθιστόρημα αυτοβιογραφικό;

Σε αυτή την ερώτηση απαντάω πάντα κατά 73%, είναι ένας απολύτως αυθαίρετος αριθμός. Κάθε μυθιστόρημα είναι τουλάχιστον εν μέρει αυτοβιογραφικό και ακόμα κι αν δεν ήταν, τυχαίνει να γράφεις μια ιστορία και η ζωή σου αρχίζει να μοιάζει με αυτήν την ιστορία. Είναι ένα παιχνίδι, δεν μπορεί να μην είναι τουλάχιστον εν μέρει αυτοβιογραφικό και αφού είναι προφανές ότι αυτό συμβαίνει, η ερώτηση υπό μια ορισμένη έννοια είναι χωρίς ερωτηματικό.

Σήμερα είναι της μόδας να γράφεις απομνημονεύματα, για μένα τα απομνημονεύματα έχουν λόγο να υπάρχουν αν είναι απομνημονεύματα του Ναπολέοντα, αλλά αν δεν είσαι ο Ναπολέων για να πεις την ιστορία σου χρειάζεσαι ένα μυθιστόρημα, γιατί η πραγματικότητα είναι βαρετή και επομένως χρειάζεσαι την τεχνοτροπία της αφήγησης για να γίνει ενδιαφέρουσαΕίναι αυτό που είπε ο Χέμινγουεϊ: για να γράψεις ένα καλό μυθιστόρημα πρέπει να αφαιρέσεις τα βαρετά κομμάτια της ζωής. Και είναι αλήθεια.

Για μένα, τα μυθιστορήματα χωρίζονται σε καλά μυθιστορήματα και κακά μυθιστορήματα και τα απομνημονεύματα κατά την άποψή μου είναι πολύ συχνά κακά μυθιστορήματα που δεν επιδίδονται καν στην τεχνοτροπία της αφήγησης γιατί το τεχνητό είναι κάτι που πρέπει να μάθεις.

-Πώς το μάθατε;

Ανάγνωση. Μόνο και αποκλειστικά με διάβασμα.

-Πριν από λίγο μιλήσατε για παιχνίδι, οπότε βιώνετε το γράψιμο ως παιχνίδι; Μόλις γράψετε το μυθιστόρημα, τι συμβαίνει στη συνέχεια; Πως νιώθετε;

Το γράψιμο δεν είναι παιχνίδι, αντιθέτως, είναι η πιο βαρετή δραστηριότητα που υπάρχει στο πρόσωπο της γης και είναι και η πιο καταστροφική για την ύπαρξη, κατά τη γνώμη μου. Η ζωή συνεχίζεται και εσύ δημιουργείς μια άλλη στο εργαστήριο και οι άνθρωποι γύρω σου ζουν, ερωτεύονται, παντρεύονται, ταξιδεύουν όσο εσύ παραμένεις μπροστά σε ένα λάπτοπ. Κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο από το να γράφεις για έναν άνθρωπο που ξέρει να γράφει. Έχει να κάνει με την προσοχή στις λέξεις και αυτή είναι η βάση των πάντων για τον συγγραφέα. Είναι κάτι που είναι τόσο μέρος της φύσης μου που στην απόλυτη παραξενιά του είναι για μένα κανονικότητα. Δεν βιώνω το γράψιμο ούτε ως κάτι ιδιαίτερο, ούτε ως κάτι όμορφο ή εμπλουτιστικό. Το βλέπω σαν κάτι που σε φτωχαίνει από κάθε άποψη, οικονομική και ανθρώπινη και συναισθηματική. Είναι κάτι που κουράζει σε ψυχολογικό επίπεδο, γιατί είναι σαν ένας άνθρωπος να μιλάει συνέχεια στον εαυτό του και αυτό είναι επιβλαβές. 

Για παράδειγμα, αν έχετε δουλειά γραφείου, φεύγετε από το σπίτι, πηγαίνετε εκεί, μαλώνετε με συναδέλφους, παίρνετε το μετρό και είναι χάλια, πηγαίνετε για ψώνια και ο ταμίας είναι αγενής, γυρνάτε σπίτι και έχετε κάτι να παραπονεθείτε. Εγώ που είμαι όλη μέρα στο σπίτι και γράφω, για τι έχω να παραπονεθώ; Το πρόβλημα στο τέλος της ημέρας είσαι πάντα εσύ, όλα περιστρέφονται γύρω σου και επίσης συνειδητοποιώ ότι δεν έχω πλέον χρόνο για άτομα που με ενοχλούν. Πάντα ήμουν συλλέκτης ανέκδοτων και ιδιαίτερων καταστάσεων αλλά σήμερα δεν έχω πια χρόνο για αυτά.

-Εμπνέεστε από αυτά που παρατηρείτε;

Δεν με βοηθάει γιατί το έχω κάνει ήδη. Ήμουν πίσω από έναν πάγκο μπαρ όλη μου τη ζωή, πάνω από δέκα χρόνια. Το να είσαι σερβιτόρος είναι από μόνο του μια ακραία δουλειά και το να το κάνεις στις συνθήκες που το έκανα είναι ακόμα χειρότερο. Για έξι χρόνια ήμουν σε μια εταιρεία Catering που δούλευε σε πλοία, οπότε δεν πήγαινα σπίτι για έξι μήνες και δούλευα 16 με 18 ώρες κάθε μέρα και έβγαζα πέντε χιλιάδες αποδείξεις την ημέρα. Συνάντησα δεν ξέρω πόσα άτομα για λίγα δευτερόλεπτα τη φορά. Συνήθισα λοιπόν να παρατηρώ ανθρώπους και νομίζω ότι μπορώ να μαντέψω το ψυχολογικό προφίλ ενός ανθρώπου από το πώς κουμπώνει το πουκάμισό του, για παράδειγμα.

Λένε πάντα ότι ο καλύτερος τρόπος για να γράψεις μια ιστορία είναι να κάνεις αυτή τη δουλειά ή, ξέρω, οδηγός ταξί, αλλά αυτά τα πράγματα λέγονται σχεδόν πάντα από ανθρώπους που δεν ήταν ποτέ μπάρμαν ή ταξιτζής. Είναι εν μέρει αλήθεια, αλλά είναι επίσης μια συμβουλή που είναι της μόδας, υπό μια ορισμένη έννοια, για να κάνει εντύπωση.

-Αν έπρεπε να δώσετε συμβουλές σε κάποιον που θέλει να γίνει συγγραφέας, τι θα του λέγατε;

Η συμβουλή μου είναι να αγοράσεις ένα ζευγάρι ηχομονωτικά ακουστικά που σε απομονώνουν από τον υπόλοιπο κόσμο. Μόνο αυτό και διάβασε όσο περισσότερο μπορείς. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Αν το καλοσκεφτείς, η δραστηριότητα της αφήγησης ιστοριών ήταν πάντα τέτοια και είναι εγγενής στα ανθρώπινα όντα. Όλοι έτσι είμαστε, ακόμα και ένα αστείο είναι ιστορία. Το διαδίκτυο είναι επίσης μια ιστορία. Το μόνο πράγμα που χρειάζεστε είναι να βρείτε τον τρόπο να αφηγηθείτε αυτήν την ιστορία με τον πιο συναρπαστικό δυνατό τρόπο. Γιατί ένα μυθιστόρημα είναι ψυχαγωγία, όπως είναι μια ταινία ή ένα θεατρικό έργο. Η ψυχαγωγία έχει κανόνες, για να κάνω κάτι ελκυστικό για το αναγνωστικό κοινό πρέπει να υιοθετήσω κανόνες. Χωρίς αυτούς τους κανόνες μια ιστορία γίνεται απλώς ένα ποδοσφαιρικό σχόλιο. Αλλά αν πάρω αυτό το σχόλιο και αρχίσω να το αναδιαμορφώνω, ακόμη και βάζοντας μόνο ένα πράγμα, μια λεπτομέρεια και μετά προσθέτοντας μια άλλη, αυτό το πράγμα γίνεται συναρπαστικό. 

Άρα όλα είναι στο δρόμο. Πόσα μυθιστορήματα μιλούν για κάτι που ίσως δεν μας ενδιαφέρει, δεν ανταποκρίνεται στο γούστο μας αλλά το βρίσκουμε αστείο, μας αρέσει, παθιαζόμαστε με το πώς γράφεται; Οι περισσότεροι αναγνώστες στη συνέχεια θέλουν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους στα πράγματα που διαβάζουν, για παράδειγμα εγώ δεν το θέλω αυτό. Θέλω σημάδια ύπαρξης παρόμοια με αυτή που ηγούμαι, αλλά δεν θέλω να καθρεφτίσω τον εαυτό μου σε αυτή την ύπαρξη.

-Συνήθως λέγεται ότι όταν ο συγγραφέας δεν γράφει είναι επειδή ζει, είναι χαρούμενος...

Όχι, στην πραγματικότητα όταν δεν γράφω, συνεχίζω να γράφω. Έτυχε να γράψω έναν θεατρικό μονόλογο, το Ημίχρονο , ήταν ο αποχαιρετισμός μου στο ποδόσφαιρο για τον οποίο δεν θα ξαναγράψω ποτέ. Γιατί στα δύο πρώτα μου μυθιστορήματα συμπεριέλαβα το ποδόσφαιρο στην αφήγηση και στη χώρα μας αν επαναλαμβάνεις ένα μοτίβο περισσότερες από μία φορές το συνηθίζεις και το ίδιο περιμένουν για πάντα από σένα. Το επόμενο μυθιστόρημα θα ξεκινήσει από το τέλος και δεν θα υπάρχει ποδόσφαιρο και δεν θα υπάρχουν καν σεξουαλικές σκηνές, αφού τα συμπεριέλαβα στα δύο πρώτα μυθιστορήματα και κάποιος κατέληξε να με ταυτίσει με αυτά τα περιεχόμενα.

-Αυτή είναι λοιπόν η εντύπωση που έχετε;

Όχι, πρέπει να πω ότι οι αναγνώστες μου είναι πάντα ευχάριστοι και προσεκτικοί. Και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με ενδιαφέρει να μάθω τη γνώμη του αναγνώστη και πολύ συχνά οι απαντήσεις είναι θετικές. Είχα φυσικά επίσης αρνητικά σχόλια από ανθρώπους που μου έγραψαν στα social media για να μου πουν τη γνώμη τους για το μυθιστόρημά μου.

-Ποια ήταν η πιο ηλίθια κριτική που διαβάσατε;

Αυτή η κριτική που άφησε ένας κύριος online στο ibs (ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο που συνεργάζεται με διάφορους εκδοτικούς οίκους), ο οποίος έλεγε: μου άρεσε το μυθιστόρημα, μου άρεσε το στυλ και η ιστορία, μόνο που δεν φαίνεται σαν την Νάπολη, γιατί δεν υπάρχουν τα στενά/σοκάκια. Αυτό γιατί πλέον θεωρείται δεδομένο ότι εμείς οι Ναπολιτάνοι είμαστε κοντοί, χοντροί, με την φανέλα λερωμένη από ντομάτα, με ένα κομμάτι πίτσας στο χέρι και το σπρίτζ στο άλλο να τραγουδάμε και να χορεύουμε.

-…Όποιος μιλάει έτσι σίγουρα δεν μένει στη Νάπολη…

Σίγουρα δεν μένει στη Νάπολη, νομίζω ότι το 75% των ανθρώπων δεν καταλαβαίνουν τι είναι η Νάπολη και δεν νομίζω ότι τους ενδιαφέρει καν. Το βιώνουν όπως κάθε άλλο μέρος και μετά λένε ότι η Νάπολη είναι μοναδική. Όχι, δεν είναι μοναδική, είναι υποβαθμισμένη, είναι διαφορετική. Πληρώνω φόρους όπως όλοι οι άλλοι, υπηρεσίες και ατασθαλίες.

Κι εγώ βαρέθηκα να μιλάω για τη Νάπολη, μου φαίνεται ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο να μιλήσω στη Νάπολη εκτός από τη Νάπολη. Μπορώ σίγουρα να το εξηγήσω από το γεγονός ότι η Νάπολη είναι το μόνο πολιτιστικό προϊόν που εξάγει η Ιταλία αυτή τη στιγμή. Και η ναπολιτάνικη είναι μια πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα από τα ιταλικά στον κόσμο, και η ναπολιτάνικη είναι δίγλωσση.

Για παράδειγμα, δεν αποφάσισα να γράψω για τη Νάπολη, γεννήθηκα εδώ και η οικογένειά μου ήταν Ναπολιτάνοι ​​για γενιές, έζησα στο Λονδίνο και μετά δούλευα σε πλοία για χρόνια, και τα μάτια με τα οποία κοιτάζω τον κόσμο είναι μάτια ενός Ναπολιτάνου. Αυτή είναι η κουλτούρα μου, η φύση μου, το χαρακτηριστικό μου.

-Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας Ναπολιτάνοι συγγραφείς;

Αυτοί που δεν εντοπίζουν τη ναπολιτανικότητα σε έναν πολιτισμικό λόγο, ή σε έναν λόγο χαρακτήρα, αλλά στη φύση. Ο Sandor Marai είπε ότι οι Ναπολιτάνοι είναι εκείνοι οι άνθρωποι που ανάβουν τσιγάρα με δυναμίτη και κατά τη γνώμη μου είναι ένας όμορφος ορισμός, γιατί οι Ναπολιτάνοι είναι στην πραγματικότητα έτσι και είναι ακριβώς αυτή η πτυχή που με ενδιαφέρει. Για αυτόν τον λόγο, οι δύο αγαπημένοι μου είναι η Anna Maria Ortese και ο Domenico Rea. Προσωπικά το εκτιμώ όταν σε ένα βιβλίο που διαδραματίζεται στη Νάπολη δεν παρατηρώ τη Νάπολη, αλλά η πόλη περιγράφεται όπως κάθε άλλη πόλη στον κόσμο...

Ενδιαφέρομαι για πράγματα που μπορούν να αναχθούν στη φύση και όχι στις πλευρές του χαρακτήρα, για παράδειγμα πρόσφατα διάβασα το Il primo che passa του Gianluca Nativo , το ντεμπούτο του, και μιλάει για έναν Ναπολιτάνο του οποίου το πού βρίσκεται άγνωστο. Η ομοφυλοφιλία του πρωταγωνιστή μπορεί στη συνέχεια να αναχθεί αποκλειστικά στη φύση του.

-Και σε αυτή την περίπτωση παρατηρήσατε ότι υπήρξε ένα νεύμα στην LGBTQI+ κοινότητα;

Όχι, καθόλου. Μου φαίνεται ότι πολλά πράγματα βελτιώνονται και ότι ο δρόμος είναι ακόμα πολύ μακρύς, αλλά βλέπω και μεγάλη αποφασιστικότητα. Τα νεύματα που παρατηρώ είναι αυτά των ετεροφυλόφιλων, αν θέλουμε να τα πούμε έτσι. Σε αυτή την ιστορική στιγμή, άνθρωποι που θεωρούν τους εαυτούς τους προοδευτικούς και που στην πραγματικότητα δεν είναι ποτέ πραγματικά προοδευτικοί, θεωρούν ότι αυτό είναι το θέμα συζήτησης...

-…γίνεται όμως συζήτηση.

Mιλάμε για την κατάσταση των γυναικών, την κατάσταση των ομοφυλόφιλων και σίγουρα είναι θέματα προς συζήτηση, αλλά πιστεύω ότι δεν πρέπει να το εμπλακώ. Πιστεύω ότι στο θέμα των γυναικών, πρώτα απ' όλα οι γυναίκες πρέπει να μιλήσουν γι' αυτό, να κηρύξουν τον πόλεμο και να καταλάβουν πώς να συμπεριφέρονται. Αλλά εγώ, ένας άνθρωπος, που έρχομαι και λέω: «έχεις τη στήριξή μου», αυτός είναι ο πατερναλισμός. Τι κάνουν όμως με την υποστήριξή μου; Σε τι χρησιμεύει η γνώμη μου γι' αυτές;

Και αντ' αυτού, είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι πρέπει οπωσδήποτε να συμμετέχουμε στις μάχες των άλλων, αλλά πρέπει να είναι οι άλλοι που ρωτούν: θέλεις να συμμετέχεις μαζί μου; Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει διάλογος, δίκαιη και ευρεία συζήτηση. Εγώ,  ως άντρας, αν φτάσω αυθόρμητα να λέω τη γνώμη μου για τις γυναίκες ή για την ομοφυλοφιλία, τι νόημα έχει; Αν χρειάζονται τη βοήθειά μου, τη χρειάζονται από πρακτική άποψη, όχι στα social media με τα λόγια μου. Αυτά γίνονται σήμερα γιατί έχει γίνει θέμα, τάση και προσωπικά βλέπω με κάποια καχυποψία όλο αυτό.

Φυσικά, η γνώμη μου είναι το αποτέλεσμα της ιστορίας μου. Είμαι ένας άντρας που τον μεγάλωσαν μάχιμες και αποφασιστικές γυναίκες, που ήταν και είναι τα σημεία αναφοράς μου. Και όταν στέκομαι μπροστά σε μια γυναίκα, σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής μου, δεν σκέφτομαι ποτέ ότι είναι ένα αδύναμο ον, που χρειάζεται τη στήριξή μου, τη βοήθειά μου, τη συνεργασία μου. Νομίζω ότι βρίσκομαι αντιμέτωπος με ένα άτομο που είναι πολύ συχνά πιο έξυπνο με βάθος και ακόμη πιο υπολογιστικό από εμένα. Οι άντρες είναι σκύλοι και οι γυναίκες γάτες, έτσι το βλέπω εγώ. Ενώ ένας σκύλος χρειάζεται τη βοήθεια κάποιου, μια γάτα δεν χρειάζεται κανέναν.

Νιώθω επίσης πολύ ελεύθερος, στα μυθιστορήματά μου επιτρέπω στον εαυτό μου να αποκαλώ τις γυναίκες «Γυναίκες», γιατί ξέρω ότι είναι μέρος μιας ευρύτερης συζήτησης και ξέρω ότι οι αναγνώστες δεν θα πάρουν άσχημα αυτή την απλή λέξη. Επειδή στην πραγματικότητα οι λέξεις δεν έχουν αρνητική χροιά από μόνες τους, η αρνητική σημασία προκύπτει από τη χρήση που τους κάνουμε. Δεν νομίζω ότι είναι αλήθεια ότι δεν είμαστε ελεύθεροι να λέμε ορισμένα πράγματα, νομίζω ότι δεν είμαστε πλέον ελεύθεροι να λέμε τα λάθος πράγματα. Είναι διαφορετικό. 

Το μόνο πραγματικά θετικό με τη Νάπολη, το οποίο μου αρέσει, είναι ότι ζούμε σε μια κοινωνία όπου υπάρχει σε απόλυτη αδιαφορία για τα σεξουαλικά γούστα των άλλων. Για τη Νάπολη, οι σεξουαλικές προτιμήσεις είναι όπως αυτές της πίτσας: μου αρέσει η Margherita, σε σένα οι Four Seasons. Είναι ο μόνος σωστός τρόπος να το ζήσεις.

-Ας μιλήσουμε για το Giovanissimi , πείτε μου την ιστορία αυτού του μυθιστορήματος. Μιλάμε  για εφήβους, τι είδους ανάγκες είχατε σε αυτή την περίπτωση;


Μου αρέσουν οι εφηβικές ιστορίες όταν είναι καλογραμμένες. Νομίζω ότι η εφηβεία είναι καθολική, οι έφηβοι είναι πολύ κομφορμιστές, είναι μια περίοδος που αρχίζεις να καταλαβαίνεις το άτομο που είσαι και το άτομο που θα γίνεις και βρίσκεσαι εκτοξευμένος στη μέση του πουθενά και μετά στον κόσμο των ενηλίκων. Γύρω σου λένε: πρέπει να κάνεις αυτό, να κάνεις εκείνο, και μετά τους βλέπεις και συνειδητοποιείς ότι δεν έχουν κάνει πολλά στη ζωή τους και μετά αναρωτιέσαι: γιατί με συμβουλεύουν; Πιστεύω επίσης ότι όλοι οι έφηβοι μοιάζουν μεταξύ τους γιατί ο δικός τους είναι ένας τρόπος να προστατεύονται από τα πράγματα. Με ενδιέφερε να ερευνήσω αυτά τα χαρακτηριστικά/φαινόμενα κυρίως με το Napoli mon amour η οποία είναι η ιστορία ενός οποιοδήποτε 30αρη, και σύμφωνα με αυτή την ιστορία ήθελα να διερευνήσω πως καταφέραμε να γίνουμε οι 30αρηδες που είμαστε.

-Τι συνέβη πριν;

Είμαι τυχερός γιατί ανήκω σε μια μορφωμένη κατώτερη τάξη που ξέρει να γράφει και νομίζω ότι ήρθε η ώρα να μιλήσω για τον εαυτό μου και για ανθρώπους σαν εμένα. Αφήνοντας κατά μέρος αυτούς που κοιτάζουν στα περίχωρα, το περιγράφουν, σου μιλάνε για αυτό, αλλά είναι απλώς επισκέπτες και τις περισσότερες φορές δεν έχουν καταλάβει τι πραγματικά συμβαίνει. Προσπαθούν να του δώσουν ένα ορθολογικό πλαίσιο αιτίας-αποτελέσματος, αλλά οι κατώτερες τάξεις δεν είναι έτσι.

…περιγράφουν τα προάστια με ασηπτικό και σχεδόν επιστημονικό τρόπο…

Νομίζουμε ότι τα πράγματα στη ζωή συμβαίνουν μέσω αιτίας και αποτελέσματος, αλλά δεν είναι έτσι. Οι κατώτερες τάξεις είναι οι αληθινοί αναρχικοί. Ένα πράγμα που μου δίδαξε ο Παζολίνι είναι ότι η μόνη δυνατή αναρχία είναι αυτή της εξουσίας, αλλά πιστεύω ότι η αναρχία εκείνων που δεν έχουν εξουσία είναι εξίσου αληθινή. Δεν έχω τίποτα, στο τέλος της ημέρας δεν θα έχω τίποτα και στο τέλος της ζωής μου δεν θα έχω τίποτα, όπως δεν θα έχουν τίποτα τα παιδιά μου. Οπότε βασικά τι με νοιάζει; Δεν έχω τίποτα να χτίσω γιατί όλα έχουν καταστραφεί. Όταν έγραψα το Giovanissimi με ενδιέφερε και αυτό το γεγονός. Το πώς περιγράφουν τα προάστια στην Ιταλία, είτε από κινηματογραφική είτε από λογοτεχνική, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, κατά τη γνώμη μου, είναι σκατά, γιατί είναι μόνο η πρώτη διάσταση, δεν έχουν καν μια προοπτική. Με ενδιέφερε λοιπόν να σπάσω αυτό το μοτίβο. Νομίζω ότι όποιος γράφει ένα βιβλίο το γράφει σε πείσμα όλων των άλλων βιβλίων που έχουν γραφτεί, όπως είπε ο Cortazàr.Έτσι με τo  ''Giovanissimi'' σκέφτηκα: Θέλω να μιλήσω για τα προάστια γιατί δεν μου αρέσει κανένας όπως το κάνει.

Επιπλέον, ήθελα να μιλήσω για τη γειτονιά μου, το Soccavo, όπου δεν υπάρχει τίποτα. Το Soccavo, το Pianura και το Rione Traiano μαζί αποτελούν 170.000 κατοίκους, και δεν υπάρχει θέατρο, δεν υπάρχει κινηματογράφος, βιβλιοπωλείο, δεν υπάρχει καν μια πλατεία στην οποία να συγκεντρωθούν. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν στην αιχμαλωσία και ιδού, οι άνθρωποι γίνονται κακοί. Ή προσπαθούν να έχουν μια αξιοπρεπή ζωή, σε ένα άσχημο σπίτι, που βρίσκεται σε έναν άσχημο δρόμο αλλά το σπίτι μυρίζει σαν χλωρίνη, γιατί το μόνο που έχεις την ευκαιρία είναι να το κρατήσεις καθαρό. Αυτή είναι η μόνη μορφή ντεκόρ που επιτρέπεται.

Τα βιβλία τα διαβάζουν μορφωμένοι και αντ' αυτού το Giovanissimi  διαβάζεται από αμόρφωτους. Όταν κατάφερα να πάω στο αγόρι στο καπνοπωλείο να διαβάσει το βιβλίο, ή τον ταμία, κατάλαβαν, είπαν «έτσι είναι».

-Με ποιο μυθιστόρημα θα λέγατε ότι μοιάζει περισσότερο το Giovanissimi;

Τον συνέδεσαν με τον Παζολίνι αλλά δεν πήρα τίποτα από αυτόν. Νομίζω ότι ο απογυμνωμένος από τα πάντα Giovanissimi θυμίζει L'isola di Arturo . Είναι ένα αγόρι χωρίς μητέρα που ζει με τον πατέρα του και δεν γνωρίζει γυναίκες, αλλά προσπαθεί να τις ανακαλύψει και προσπαθεί να καταλάβει ποιος είναι ο ίδιος. Κατά τη γνώμη μου, η ιστορία του Πινόκιο είναι επίσης μέρος αυτού του κοινού νήματος . Ο Carlo Cassola ήταν μια άλλη αναφορά και ο Παζολίνι είναι μέρος της κριτικής συζήτησης σχετικά με αυτό το μυθιστόρημα επειδή μίλησε για τα προάστια. Αυτή η ‘’ευρετηρίαση’’ με τρομάζει…

Eίναι μια εξ ολοκλήρου ιταλική συνήθεια να αναζητάς αναφορές, να συσχετίζεις έναν συγγραφέα με έναν άλλο;

Στην πραγματικότητα, με τρομάζει που εμείς οι Ιταλοί είμαστε καταστροφείς της Ιταλίας. Εάν βρίσκεστε στο Λονδίνο και βάλετε έναν Ιταλό και έναν Άγγλο, τον έναν δίπλα στον άλλον και τους κάνετε να μιλήσουν για τη χώρα τους, θα παρατηρήσετε ότι ο Άγγλος θα αναφέρει τα καλά πράγματα και ο Ιταλός, ωστόσο, θα εστιάσει μόνο στα άσχημα πράγματα για την Ιταλία. Δεν είμαι πεπεισμένος ότι εμείς οι Ιταλοί έχουμε τα μέσα να ερμηνεύσουμε πολιτιστικά τα πράγματα που μας συμβαίνουν.

Εμείς οι Ιταλοί δεν συγχωρούμε την επιτυχία των άλλων αλλά ούτε και την αποτυχία. Κοιτάμε στις αυλές των άλλων για να δούμε τι έχει κάνει ο γείτονάς μας και αν το έχει κάνει καλύτερα από εμάς. Δεν είμαστε ανοιχτοί να μοιραστούμε…

Αυτή την περίοδο βγαίνουν όμορφα βιβλία και η σημερινή εποχή είναι μια καλή στιγμή για την ιταλική λογοτεχνία. Τα βιβλία από άτομα της ηλικιακής μου ομάδας είναι πολύ καλά και ειλικρινή. Περιστρέφονται λίγο γύρω από το θέμα του Napoli mon amour , αυτής της υπαρξιακής επισφάλειας που βρισκόμαστε να ζούμε και που δεν είναι η επισφάλεια των γονιών μας, αλλά που ίσως θα μπορούσε να ήταν αυτή των παππούδων μας. Σήμερα είναι ήδη πολύ να κερδίζεις τη ζωή σου, η ιδέα του να κάνεις οικογένεια είναι κάτι που κάνεις επειδή το θέλεις πραγματικά, σε αυτή την ιστορική περίοδο, όχι επειδή τα γεγονότα σε οδηγούν να το κάνεις.

Η σημερινή διαχείριση του εαυτού μας είναι πιο ειλικρινής από ό,τι πριν από 25 χρόνια και αυτό το βλέπω και στα βιβλία, όταν δύο χαρακτήρες συναντιούνται σε ένα βιβλίο, σήμερα ερωτεύονται περισσότερο και με έναν τρόπο που αναγνωρίζω ως ειλικρινή και που δεν έχει εναλλακτικές. Στα μυθιστορήματα του μέλλοντος θα υπάρξουν λιγότερα διαζύγια. Τα προβλήματα αλλάζουν, δεν είναι πια αυτό που ήταν κάποτε. Σήμερα γράφω, αλλά αν αύριο το πρωί τα βιβλία μου δεν πουλήσουν πλέον ούτε ένα αντίτυπο, έχω μερικά χρόνια δίχτυ ασφαλείας, αλλά μετά θα πρέπει να επιστρέψω στο σερβιτοριλίκι.

-Τι πιστεύετε για τις συγκρίσεις που γίνονται συνήθως μεταξύ των βιβλίων σας και άλλων συγγραφέων;

Δεν με τρομάζουν, με ενοχλούν. Ξέρω ότι είμαι μέρος της παράδοσης της ναπολιτάνικης λογοτεχνίας, μιας λογοτεχνίας της οποίας η ύπαρξη δεν αναγνωρίζεται καν. Στο πλαίσιο της κουλτούρας ακύρωσης θα συμπεριέλαβα και τη ναπολιτάνικη λογοτεχνία. Αν μπεις σε βιβλιοπωλείο, εκτός από την Anna Maria Ortese που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Adelphi, ένας φωτισμένος εκδοτικός οίκος επομένως, εκτός από τον Ermanno Rea, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Feltrinelli, όλα τα άλλα δεν είναι διαθέσιμα. Ο Domenico Rea κέρδισε το Strega το 1993 και αν μπεις σε ένα βιβλιοπωλείο σήμερα, σε μια από τις αλυσίδες, αν το ψάξεις δεν θα βρεις τίποτα.

-Σας έχουν ζητήσει να κάνετε ταινία βασισμένη σε ένα από τα μυθιστορήματά σας;

Ναι, για δύο. Για τη Napoli mon amour αρχικά απέρριψα τις προτάσεις γιατί πρότειναν να μεταφερθεί το σκηνικό σε άλλο μέρος, μέχρι που δέχτηκα την καλύτερη πρόταση, η οποία πρώτα απ' όλα δεν περιλάμβανε την αλλαγή της τοποθεσίας.


Το βιβλίο του Alessio Forgione ''Napoli mon amour'' κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις.

  • Special thanks για τη βοήθεια στη μετάφραση στην Τζένη (@jennys.bookcorner)

Κεντρική φωτογραφία : Elio Di Pace