Το ''Λαϊνάκι'' δεν είναι ένα μοντέρνο μυθιστόρημα. Δεν φτιάχτηκε για όσους λατρεύουν να σημειώνουν με κίτρινο φωσφοριζέ stabilο αποφθέγματα και...
Λίγες μέρες πριν διάβασα στον προσωπικό λογαριασμό του ζωγράφου Ανδρέα Καραγιάν στο Facebook, αυτή εδώ την ημερολογιακή καταχώρηση. Ένας από τους λόγους που του ζήτησα την άδεια να τη δημοσιεύσω στο blog μου είναι πως η βασική υπόθεση της ιστορίας επαναλαμβάνεται ανά τους αιώνες προκλητικά απαράλλακτη. Αλλάζουν μόνο τα ονόματα και οι τοποθεσίες. Με τη διαφορά όμως πως εδώ, ο αφηγητής είναι εκείνος που ρίχνει τις τελευταίες ζαριές.
Η δημοσίευση
1959
Μια ποδηλασία ένα ανοιξιάτικο πρωινό κάθε Κυριακή, είτε το ήθελα είτε όχι, έπρεπε να εκκλησιαστώ. Μου άρεσε η λειτουργία στα λατινικά, συχνά όμως βαριόμουν και αφηνόμουν στους ήχους του αρμονίου ταξιδεύοντας στις διάφορες τοιχογραφίες της οροφής με τα αγγελάκια να επιδεικνύουν αναίσχυντα τους χαριτωμένους ποπούς τους ή στα γλυπτά των ροδομάγουλων αγίων τα οποία στόλιζαν τις κόγχες της ψηλοτάβανης εκκλησίας. Μια τέτοια Κυριακή, όπως ήμουν χαμένος σε ονειροπολήσεις, το μάτι μου διασταυρώθηκε με ένα γαλάζιο έντονο βλέμμα· ντράπηκα και κοίταξα αλλού. Βγαίνοντας, αφού πήρα αγίασμα, είδα τον νεαρό να στέκεται στο προαύλιο. Ένα χαμόγελο φώτισε το ανοιχτόχρωμο πρόσωπό του. Ήταν μεγαλύτερος και ψηλότερος από εμένα, θα ήταν καμιά εικοσιπενταριά χρονών και φορούσε στρατιωτική στολή.
Η καθολική εκκλησία ήταν γεμάτη ένστολους νέους. Αυτό με έκανε να νιώθω οικεία με τους Άγγλους, πώς να τους δω σαν «κατακτητές» όταν οι περισσότεροι ήταν σχεδόν στην ηλικία μου; Ο Τζο ήταν αξιωματικός από τη Σκωτία. Ήμασταν και οι δύο με τα ποδήλατα και μου πρότεινε μια βόλτα. Είχα ακόμη αρκετή ώρα ώσπου να επιστρέψω το μεσημέρι για το οικογενειακό κυριακάτικο γεύμα. Πήραμε το δρόμο προς το Κιόνελλι, περνώντας ανάμεσα από μακριές σειρές από κυπαρίσσια. Ο Τζο άφηνε το τιμόνι και έπιανε το δικό μου για να τον ακολουθήσω, ακουμπώντας με απαλά στο χέρι. Βρισκόμασταν κάποια απογεύματα όταν δεν είχε δουλειά και ποδηλατούσαμε σε ερημικά μέρη. Ήταν η μυστική συμφωνία μας, το μυστικό μας. Στο σπίτι έλεγα ότι έβγαινα με τους συμμαθητές μου. Μιλούσαμε για χίλια πράγματα, για τη ζωή του, για το πόσο άχαρο ήταν να βρίσκεται αυτόν τον καιρό στην Κύπρο, όπου σε κάθε γωνιά καιροφυλακτούσε ο θάνατος· οι δρόμοι της Λευκωσίας είχαν γεμίσει αίματα και δολοφονίες. Έβλεπα τον εαυτό μου σαν προστάτη του άγγελο, τον σταύρωνα και έλεγα αυτά που άκουγα από τη μάνα μου, «Ιησούς Χριστός νικά και όλα τα κακά σκορπά» να τον προφυλάξω από κάθε κίνδυνο!
Η «μυστική» αυτή σχέση με έναν «εχθρό» συνέχισε αρκετό καιρό, μου θύμιζε την ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας που διάβαζα για τις εξετάσεις μου στα αγγλικά. Αφηνόμασταν στη γοητεία της χωρίς να την αναλύουμε. Όταν μου ανακοίνωσε ότι θα επέστρεφε στην πατρίδα του μου ζήτησε, για πρώτη φορά, να ανέβω στο γραφείο του που ήταν άδειο. Τον αγκάλιασα και έγειρα το πρόσωπο στον ώμο του. Όπως με χάιδευε, βρεθήκαμε και οι δυο χωρίς τα πουκάμισα, με τα στήθη μας να αγγίζουν σφιχτά το ένα το άλλο. «Andreas» μου είπε, «you are so young and innocent. Let's stop here» .Υoung ήμουν, αλλά innocent αμφιβάλλω. Χιλιάδες ερωτικές εικόνες έπαιζαν σαν κινηματογραφική ταινία στο μυαλό μου, παιδεύοντάς με και αιχμαλωτίζοντάς με σε ανεκπλήρωτες καταστάσεις· εξάλλου έτσι ανοιγόταν για μένα ο δρόμος προς την κόλαση. Με τον Τζo αφέθηκα, είχε όμως τη σύνεση να σταματήσει. Έφυγε για τη Σκωτία. Έξι μήνες πονούσε το στομάχι μου, έχανα βάρος και η μάνα μου με πήγαινε στο γιατρό, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να διαγνώσει τίποτα το οργανικό. «Εφηβεία» της έλεγε για να την καθησυχάσει.
*** Προχθές έκαψα κάποια τετράδιά όπου είχα κρατήσει σημειώσεις και σκέψεις από τη ζωή μου, κάτι σαν ημερολόγιο· έπρεπε να το κάνω, όπως όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς σε κάποια στιγμή στη ζωή τους (μηδέ του Τόμας Μαν εξαιρουμένου). Ό,τι ήταν γραμμένο όμως, σαν από εκδίκηση για την καταστροφή που επέφερα, μετεφέρθη αυτόματα σε μια γωνιά στον νου μου. Και ήρθε πρώτη-πρώτη η ιστορία του Τζο, η λυδία λίθος της δικής μου σεξουαλικότητας. Ήταν η πρώτη φορά που διακριτικά, ντροπαλά, έπαιρνε μορφή αυτό που τόσο καιρό με είχε τρομάξει, που τόσα χρόνια το είχα κρυμμένο στη σιωπή, που φοβόμουν να το αποτολμήσω, ή ακόμα και να το πω σε κάποιον. Με κοίταζε με τα γαλάζια του μάτια και ήταν σαν να διάβαζε αυτό που ήμουν, αυτό που θα ήθελα να ήμουν, αυτό που θα γίνω. Άφησε το χέρι μου να χαϊδέψει το γυμνό του στήθος, έτσι απαλό που ήταν, με ελάχιστες τρίχες που έπαιζαν κρυφτό με τις ερυθρές ρόγες του και όπως η μυρωδιά του κορμιού του απλώθηκε από εκείνον σ’ εμένα, μου ήρθε μια έντονη διαβολική επιθυμία να ρουφήξω τη ρόγα του, να την ξεκολλήσω, να την έχω στο στόμα μου να την πιπιλώ, σαν μια καραμέλα και αιώνια να τον θυμάμαι. Ήξερα ότι αυτό ήταν η αρχή αλλά και το τέλος. Φοβόμουν την κάθε μου κίνηση, την κάθε μου σκέψη, μήπως χαλάσει αυτή η μαγεία. Έσφιξα το γυμνό του στήθος επάνω στο δικό μου, απεγνωσμένα ήθελα να χωθώ μέσα του, να χωθεί κι’ αυτός μέσα μου, να γίνουμε ένα, να μην χωρίσουμε ποτέ. Ύστερα μου χαμογέλασε τρυφερά· ήξερα ότι διακριτικά, σταθερά, θλιβερά, τραγικά έφτανε το τέλος και τότε είπε απαλά: “Andreas you are so young and innocent. Let’s stop here”. Αυτό ήταν. Ένας τοίχος ορθώθηκε απότομα ανάμεσά μας, ένας αδιόρατος τοίχος, η δική του μυρωδιά, η δική του ανάσα, ο ιδρώτας στη μασχάλη του. Αθέλητα άφησα το χέρι μου να κυλήσει στο εφηβαίο του, το πέος του είχε ζωντανέψει, ένα πρωτόγνωρο αίσθημα για μένα, που το άφησα να προσπεράσει, “lets keep it like this. Υou know that I am extremely fond of you” είπε ενώ φορούσε το πουκάμισο. Το κορμί μου πάγωσε. Με τον Τζο αφέθηκα, έστω κι αν ήξερα ότι έτσι ανοιγόταν για μένα ο δρόμος για την κόλαση. Κράτησα, όμως, αυτή την αδιόρατη επαφή σαν μνήμη στην παλάμη μου, τη σκληρότητα του δικού του πέους, όπως αγγίζουμε ένα πολύτιμο αντικείμενο που ξέρουμε πως δεν μας ανήκει αλλά γίνεται δικό μας. Εκείνη τη μοναδική στιγμή ήξερα ότι ήμουν το αντικείμενο του πόθου του.
Ύστερα από κάποια χρόνια πήρα αυτό το γράμμα: «Dear Andreas, it was so nice what happened between us. I keep it just next to my heart as a lovely memento of Cyprus, a little magic touch, a sweet dream. I am married now to a charming young lady. I am happy and my life is good. We plan to come to Cyprus sometime this year and maybe we could meet. I would love so much to see you. Yours, Jo». Αυτόν τον καινούργιο Τζο δεν τον γνώριζα, πώς θα μπορούσα να ταυτίσω τον Τζο με τον οποίο γυρνούσα με τα ποδήλατα, που άγγιξα το στήθος του και το πέος του, με έναν καινούριο Τζο, παντρεμένο, με οικογένεια; Eξάλλου, η ζωή μου είχε κιόλας κυλήσει σ’ άλλους δρόμους, δεν απάντησα, δεν ξανάδα τον Τζο, αλλά κράτησα και εγώ μέσα μου, ακριβώς δίπλα στην καρδιά μου, αυτό το μαγικό κομμάτι από ένα γλυκό όνειρο...
Ένα μικρό βιογραφικό του Ανδρέα Καραγιάν
Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1943. Αφού αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο ενεγράφη στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών απ' όπου πήρε και το δίπλωμα της ιατρικής. Στο Λονδίνο όπου μετέβη για ειδικότητα, εγκατέλειψε την ιατρική και σπούδασε ζωγραφική στο Camberwell και Central Schools of Art, ακολούθως χαρακτική στην Στουτγάρδη Δυτικής Γερμανίας και εκπαιδευτικά στο Λονδίνο. Ο Καραγιάν επέστρεψε στην Κύπρο το 1978 αφού είχε κάνει ήδη την πρώτη βασική του ατομική έκθεση στην γκαλερί «Ώρα» (Αθήνα). Έκτοτε μοιράζει το χρόνο του μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου απ' όπου αντλεί κυρίως τα θέματά του. Χαρακτηριστικό θέμα του το ανδρικό γυμνό. Ο Ανδρέας Καραγιάν ασχολείται επίσης με την εικονογράφηση και την κριτική. Μεταξύ άλλων εικονογράφησε και ποιήματα του Κ.Π.Καβάφη. Από το 2004 ασχολείται με την συγγραφή μιας μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας η οποία έχει κυκλοφορήσει σε πέντε τόμους. «Η Αληθής ιστορία», εκδόσεις Καστανιώτη 2008, «Ανήθικες ιστορίες, Λονδίνο- Αλεξάνδρεια», εκδόσεις Γαβριηλίδη 2011,«Σκοτεινές ιστορίες», 2013, «Άκρατος γέλωτας», 2016 και ''Το πέμπτο βιβλίο'', 2022 από τις εκδόσεις Εστία.