Η γκαρσονιέρα είναι άδεια και κρύα. Δυο βιβλία στο ράφι, λίγα DVD και μια παλιά μικρή τηλεόραση απ’ τα 90s είναι όλα όσα μας ανήκουν. Προσπερνώ το δεντράκι που στολίσαμε λίγες μέρες πριν και βγαίνω στο μπαλκόνι. Δεν υπάρχει ψυχή. Βάζω βιαστικά κασκόλ και σκούφο, το Mad TV δυνατά και αρχίζω να καθαρίζω. Θέρμανση ούτε γι’ αστείο. Μέσα σε μισή ώρα τα είκοσι τετραγωνικά αστράφτουν και το βλέμμα μου πέφτει σε μια φωτογραφία μας από το καλοκαίρι στο νησί.
Στη Λέρο αυτή την στιγμή η οικογένεια μου διαλύεται. Ο λίγων μηνών αδερφός μου είναι ενός άλλου άντρα, ο πατέρας μου σε απόλυτη σύγχυση καταστρέφει το χριστουγεννιάτικο δέντρο μπροστά στα έντρομα μάτια του δεκάχρονου αδερφού μου, η μητέρα μου γράφει στο μυαλό της τον επίλογο αλλά όλα αυτά θα τα μάθω πολύ αργότερα. Προς το παρόν ακούω τη φωνή της στην άλλη άκρη της γραμμής να μου εύχεται ‘’Καλά Χριστούγεννα’’.
Βγαίνω στη Δωδεκανήσου, στρίβω δεξιά προς την Εγνατία στο σημείο όπου ο ένδοξος Βαρδάρης γυρνά την πλάτη στην κοσμικότητα του κέντρου. Η neon πινακίδα ενός παρακμιακού ξενοδοχείου καθρεφτίζεται στη βρεγμένη άσφαλτο. Μια σκοτεινή σκυφτή φιγούρα, βγαλμένη από πίνακα του Edward Hopper, στέκεται στο γκισέ του ''Σινέ Λαϊκόν''. Περπατώ ως τον σιδηροδρομικό σταθμό, κάθομαι σ’ ένα παγκάκι απέναντι και χαζεύω την είσοδο. Με παρατηρώ να επιβιβάζομαι νευρικά στο αυτοκίνητο των γονιών του με την καρδιά μου έτοιμη να σπάσει στην ιδέα πως θα τον δω ξανά. Με βλέπω να τον αποχαιρετώ στην αποβάθρα δακρυσμένος για το αβέβαιο κοινό μας μέλλον. Να επιστρέφω με βαλίτσες ανυπόμονος να δω το σπίτι που θα συγκατοικήσουμε. Ο αέρας λυσσομανάει, το παντελόνι μου έχει μουσκέψει απ’ το αγιάζι, το πρόσωπο μου κοκαλώνει μέσα στον παγετό αλλά το πουλόβερ του στο αδύνατο κορμί μου κουβαλά ακόμα την ενέργεια του.
Ο λιγοστός κόσμος που είναι έξω γυροφέρνει τα ζαχαροπλαστεία. Σαν αυτό που θα μπω σε λίγο για να αγοράσω μελομακάρονα. Δίνω τα επτά ευρώ από τα πενήντα που υπάρχουν στο πορτοφόλι με τη μυρωδιά από το ‘’Cookie man’’ στην Αγίας Σοφίας να αναπληρώνει την απουσία του . ''Πόσο νόστιμα ήταν τα κουλουράκια που μου αγόρασες εχθές;''. Στις σκιάσεις της έρημης πλατείας Odeon χορεύουν ακόμα οι φιγούρες μας και οι λάγνες μπροστά στους ανυποψίαστους συγγενείς του ματιές μας. Η φωτισμένη Τσιμισκή μοιάζει με σκηνικό ευρωπαϊκής ρομαντικής ταινίας που στήθηκε μόνο και μόνο για να συνδράμει στο μύθο που θα συνοδεύει τον πρώτο μου έρωτα εσαεί. Όπως όλα σ' αυτή την πόλη.
Η ώρα περνά.
Μαγειρεύω σιγοτραγουδώντας, στρώνω γιορτινά το τραπέζι, κάνω ντους και ενώ δένω την γκρίζα γραβάτα στο λευκό πουκάμισο μου ακούω το κλειδί στην πόρτα. Πήγε κιόλας δέκα. Με κοιτάζει έκπληκτος, γουρλώνει τα μάτια, καλύπτει με τις παλάμες το στόμα του και με τον ενθουσιασμό πεντάχρονου μπροστά σε βιτρίνα παιχνιδάδικου φωνάζει ‘’Είσαι κούκλος μωρό μου’’ ενώ με σηκώνει στα χέρια του. ‘’Δεν το πιστεύω πως είσαι δικός μου!’’. Όσο τα χείλη μας ενώνονται οι τοίχοι γύρω μας εξαφανίζονται, ένας ιδιωτικός παράδεισος σχηματίζεται μέσα στον οποίο ο θεός κατέβηκε για να φιλήσει το δημιούργημα του. H κόλαση είναι μόλις λίγους μήνες μακριά αλλά ποιος νοιάζεται; Η αγκαλιά του είναι η πατρίδα που εξόριστος στην εφηβεία αναζητούσα και το χαμόγελο του η πύλη της.
Γυμνοί και ιδρωμένοι χαϊδευόμαστε ανταλλάζοντας γλυκόλογα και κομπλιμέντα πάνω στα δυο κολλητά μονά κρεβάτια που χωρίζουμε όταν έρχεται ο κολλητός του. Αποκοιμήθηκα στη φωλιά του σώματος του, πάνω στο στήθος του με τον παλμό της καρδιάς του να μου προκαλεί ξαφνικά τεράστια θλίψη. Τι έκανα για ν' αξίζω κάποιον σαν εσένα; Για πόσο ακόμα θα προσποιούμαστε τους συναδέλφους; Ως πότε θα με συντηρείς; Ο θόρυβος της τηλεόρασης με ξυπνά λίγο μετά τις τρεις το ξημέρωμα. Στην οθόνη η Lana τραγουδά ''...I heard that you like the bad girls, Honey, is that true?''.Ψάχνω το κινητό μου και κατά λάθος πιάνω το δικό του. Έχουμε την ίδια ταπετσαρία οθόνης.
Μια σέλφι του.
~
Σήμερα κλείνεις τα 34.
Έχουμε να μιλήσουμε 12 χρόνια.
Θα έπρεπε να είναι παράνομο οι άνθρωποι που αγαπήθηκαν όσο εμείς να χάνονται. Ώρες ώρες αναρωτιέμαι αν θα με συναντούσα στο μυαλό σου τους Απρίληδες, άλλες πάλι αν όντως τα έζησα όλα αυτά ή αν τα φαντάστηκα. Μου φαίνεται αδιανόητο πως κάποτε συνδέθηκα τόσο έντονα με ένα άλλο πλάσμα. Έρχονται στιγμές που θέλω να σου τηλεφωνήσω επιβεβαιώνοντας μέσα απ’ τη φωνή σου την ύπαρξη σου και να σαν άλλος Oliver να μου πεις, ‘’Κώστα, τα θυμάμαι όλα’’.
Να μου θυμίσεις πως με διεκδίκησες όσο κανείς άλλος ή το πρώτο μας ραντεβού κάτω από την Ακρόπολη και έπειτα το ''Hotel Diros'' . Πως δεν ήμουν απλά ένα διάττοντας αστέρας της ενηλικίωσής σου. Να μου θυμίσεις πως κάποτε δεν ζούσα τον έρωτα μόνο μέσα από τα βιβλία και τις ταινίες. Πως δεν έψαχνα καταφύγιο μετά από δυο ώρες συναναστροφής με τους ζωντανούς. Πως πίστευα στα λόγια τους και στο happy end ή πως η απούσα καριέρα και το πορτοφόλι μου ήταν στη λίστα τους σταγόνες στον Θερμαϊκό.
Να μου θυμίσεις πως κάποτε ήμουν πολύ νέος και είχα όλο τον χρόνο για λάθη μπροστά μου.
Η αποβάθρα του Σταθμού Λαρίσης που αγγίξαμε για πρώτη φορά ο ένας τον άλλον αναδιαμορφώθηκε ριζικά. Η γκαρσονιέρα μας έγινε Airbnb, στην είσοδο της πολυκατοικίας μπήκε ξύλινη πόρτα με συναγερμό, οι γειτονιές που αλωνίζαμε εξευγενίστηκαν. Σε λίγο τίποτα δεν θα μαρτυρά την ιστορία μας, ούτε καν τα πρόσωπα μας. Κανένας δεν θα γνωρίζει, εκτός από εμάς τους δυο, πως όσο η Ελλάδα βούλιαζε στην κρίση δυο αγόρια εκ διαμέτρου αντίθετα πρόλαβαν να γνωριστούν, να ερωτευτούν και να δοθούν πριν τα social media αλλοιώσουν την δυνατότητα των ανθρώπων να εστιάζουν, πριν η καθημερινότητα κλέψει τον αυθορμητισμό τους , προτού οι πολιτικές θέσεις και η κοινωνική τους τάξη διαβρώσουν την κοσμοαντίληψη τους και καθορίσουν μια για πάντα την αντικρουόμενη πορεία τους.
Κλείνω τα μάτια. Φαντάζομαι τελικά πως σου τηλεφωνώ.
Σε ένα παράλληλο σύμπαν απαντάς θετικά στην πρόταση μου για καφέ στην Αριστοτέλους. Πηγαίνω πρώτος για να αποκτήσω τον αέρα του χώρου. Μετά από λίγο να 'σαι ελάχιστα βήματα πιο πέρα, βγαίνεις από το αυτοκίνητο σου ακτινοβολώντας αυτοπεποίθηση. Ξεροκαταπίνω. Πλησιάζεις και καλημερίζεις. Μου σφίγγεις το χέρι δυνατά και τυπικά, σαν HR manager πολυεθνικής σε συνέντευξη υποψήφιου για τη θέση του αποθηκάριου. Μιλάμε ελάχιστα. Στα μάτια σου μοιάζω παρατημένος και αποτυχημένος, στα δικά μου περήφανος ακόλουθος όσων απεχθάνομαι. Είχα ετοιμάσει ένα σωρό προλόγους και λογύδρια μα τώρα δεν βγαίνει τσιμουδιά. Σηκώνομαι αργά, σε αγκαλιάζω όπως ποτέ άλλοτε, σε φιλώ στο μάγουλo τρυφερά και σταματώ ταξί.
Είμαστε πια δυο άγνωστοι γαμώτο.
''Τώρα που σ’ έχω διαγράψει απ’ την καρδιά μου,
ξαναγυρνάς όλο και πιο πολύ επίμονα,
όλο και πιο πολύ τυραννικά·
δεν έχουν έλεος τα μάτια σου για μένα,
δεν έχουν τρυφερότητα τα λόγια σου,
τα δάχτυλά σου έγιναν τώρα πιο σκληρά,
έγιναν πιο κατάλληλα για το λαιμό μου.''
Ντίνος Χριστιανόπουλος - Βρόχος