Όλο λέω πως θα αργήσω να ξαναγράψω εδώ μέσα, κι όλο επιστρέφω. Ίσως αυτό να εξηγεί κάπως γιατί δεν έχουμε αρκετά δυνατά queer μυθιστορήματα στην Ελλάδα. Γιατί να δώσεις την ψυχή, την ενέργεια και τον χρόνο σου, όταν δεν υπάρχει κοινό να σε ακούσει; Κάτι που, υποθέτω, δεν έζησε - τουλάχιστον με την ίδια διάρκεια και οξύτητα - ο Tomasz Jedrowski, αλλιώς δεν μπορώ να φανταστώ με τι κίνητρο θα στρωνόταν να γράψει το Κολυμπώντας στο σκοτάδι. Ένα βιβλίο που ξεπερνά ακόμη και το μυθιστόρημα στο οποίο διαρκώς αναφέρεται: Το δωμάτιο του Τζοβάνι. Ναι, ξέρω, φλερτάρω με την ιεροσυλία.
Όταν το διάβασα για πρώτη φορά, η προσοχή μου ήταν πιο ατίθαση και από άλογο που καλπάζει στον θεσσαλικό κάμπο. Ενθουσιαζόμουν τη μία με την υπόθεση, την άλλη με τη γραφή και λίγο αργότερα με την περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα. Ξεκινώντας το όμως για δεύτερη φορά, εστίασα αποκλειστικά σε εκείνη την υποδόρια, κομψή, εξομολογητική γραφή που κάνει το Κολυμπώντας στο σκοτάδι ένα από τα πιο συγκλονιστικά ντεμπούτα της τελευταίας δεκαετίας στην παγκόσμια λογοτεχνία. Για ελάχιστα μυθιστορήματα μπορώ να πω κάτι τέτοιο, με απόλυτη συνείδηση του βάρους της δήλωσης μου. Με το Napoli mon amour, λόγου χάρη, αν και συγκαταλέγεται στην πεντάδα των καλύτερων βιβλίων που έχω διαβάσει, αναγνωρίζω πως είναι λογικό ένας μέσος αναγνώστης να μην μπορεί να συλλάβει τις αρετές του, αν δεν έχει βρεθεί ποτέ στο υπαρξιακό τέλμα του ήρωα ή αν γοητεύεται από τις γλωσσικές φιοριτούρες.
Η ιστορία, λοιπόν, αφορά δύο νεαρούς άντρες που γνωρίζονται σε μια κατασκήνωση, λίγο πριν πάρουν το πτυχίο τους. Είμαστε στην Πολωνία του 1980, μέσα στη σκιά του σοβιετικού καθεστώτος, όπου - πέρα από όλα τα άλλα - αν είσαι gay, φακελώνεσαι από την αστυνομία, με ολέθριες συνέπειες. Η ταινία Υάκυνθος στο Netflix είναι ό,τι πρέπει για να μπεις στο κλίμα.
Η πολιτική κατάσταση, στις χώρες που ήλεγχε η Σοβιετική Ένωση θυμίζει, σε ορισμένες πικρές αποχρώσεις, τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα: πανάκριβα τρόφιμα με τιμές που αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη, ένα σύστημα υγείας στα όριά του, μέσα ενημέρωσης υπό κυβερνητικό έλεγχο και έναν ασφυκτικό μηχανισμό εξουσίας που εισβάλλει στην καθημερινότητα, σπέρνοντας τον φόβο και κανονικοποιώντας την βία. Φυσικά, η καθημερινότητα τότε ήταν εκτός συναγωνισμού - άνθρωποι να στέκονται ώρες στις ουρές με δελτία τροφίμων για να αγοράσουν ένα πακέτο μακαρόνια, να απολύεσαι από τη δουλειά σου και μόνο στην υποψία ανυπακοής ή ένα άδειο πακέτο τσιγάρων Marlboro να στολίζεται στα σαλόνια επειδή θεωρείται είδος πολυτελείας.
Παρόλες τις διαφορές όμως, αν αυτό δεν είναι τροφή για σκέψη - το πώς καπιταλισμός και κομμουνισμός γειτνιάζουν όταν και τα δύο συστήματα καταρρέουν - τότε τι είναι;
Ο Ludwik και ο Janusz γνωρίζονται, ερωτεύονται και για λίγο νομίζουν πως μπορούν να υπάρξουν ελεύθερα. Όταν όμως επιστρέφουν στην πόλη, οι διαφορές τους αρχίζουν να τους καταπίνουν. Ο Ludwik αρνείται να συμβιβαστεί με την πολιτική πραγματικότητα και παλεύει να ζήσει τον έρωτά του χωρίς φόβο. Ο Janusz, αντίθετα, προσαρμόζεται, υπηρετεί το σύστημα, προσπαθεί να βολευτεί μέσα του - και φυσικά θέλει να βρει και μια γυναίκα, «να κάνει τα πράγματα σωστά, παραδοσιακά, πατροπαράδοτα» . Βλέπεις, κάποια πράγματα βλέπεις δεν αλλάζουν ποτέ.
Όσο εμβάθυνα στο κείμενο, ένιωθα την αφήγηση να με διαπερνά τόσο σωματικά σαν να βρισκόμουν δεμένος σε ένα από εκείνα τα μηχανήματα προσομοίωσης πραγματικότητας. Ξέρεις πως αρκεί απλά να βγάλεις τα 3D γυαλιά, κι όμως η εμπειρία σε καταβάλλει. Γιατί, σε μια εποχή αποπνικτικά στειρωμένη από το συναίσθημα, δεν υπάρχει μεγαλύτερο ναρκοπέδιο για έναν ρομαντικό άνθρωπο, από το να επιστρέφει νοερά στις εικόνες του πρώτου του έρωτα. Η μυρωδιά της θαλασσινής αλμύρας στον λαιμό του μετά την πρώτη βουτιά, τα χείλη του σε απόσταση αναπνοής, μέσα στο ασανσέρ, όσο ανεβαίνετε στο διαμέρισμα του και εκείνο το λευκό αμάνικο μπλουζάκι με τον μαύρο σκορπιό στην πλάτη που έκανε τα ανοικτά χέρια του να μοιάζουν με υπόσχεση.
Προς το τέλος, ένα ελαφρύ αεράκι γλίστρησε απ' το παράθυρο και έφερε στον νου το διάσημο απόφθεγμα του Falkner: '' Ίσως να είχαν δίκιο που έβαλαν την αγάπη στα βιβλία. Ίσως δεν θα μπορούσε να ζει πουθενά αλλού.'' και ένιωσα ξάφνου μια τρυφερή, σχεδόν ανακουφιστική ευγνωμοσύνη να με αγκαλιάζει όπως εκείνος κάποτε. Συνειδητοποίησα πόσο τυχερός στάθηκα που έζησα έναν τέτοιο σαρωτικό έρωτα σαν τον δικό τους και ακόμα πιο τυχερός που μπορώ να τον ζω ξανά και ξανά μέσα από βιβλία σαν αυτό, κρατώντας την απαραίτητη απόσταση ασφαλείας.
Μια ερωτική ιστορία με έντονο πολιτικό υπόβαθρο, όπου ο λυρισμός συγκρούεται βίαια - και επανειλημμένα - με τον ρεαλισμο και τη σκληρή πραγματικότητα. Ακόμα και ο τίτλος Κολυμπώντας στο σκοτάδι προδίδει αυτή τη διττή διάσταση του έργου συνδέοντας τις βραδινές βουτιές στη λίμνη όταν γνωρίστηκαν με τον αχαρτογράφητο, σκοτεινό τόπο όπου βρίσκεται κάθε gay άντρας όταν ερωτεύεται για πρώτη φορά μιας και - σε αντίθεση με τους straight -, δεν του δόθηκε ποτέ ένας μπούσουλας. Ούτε καν η ελευθερία να ρωτήσει. Ένα χειρουργικά ζυγισμένο έργο όπου δεν περισσεύει ούτε μία φράση - σε σημείο που, αν αφαιρούσες την τελευταία πρόταση, θα έπρεπε να του κόψεις μισό αστεράκι από τη βαθμολογία· τέτοιο βάρος έχουν οι λέξεις του. Πάνω απ’ όλα, όμως, το αγάπησα γιατί ο κεντρικός ήρωας, ο Ludzio, κουβαλά ζηλευτή αξιοπρέπεια και εσωτερική δύναμη - κάτι σπάνιο, σχεδόν ανύπαρκτο στην queer λογοτεχνία.
«Όλον αυτόν τον καιρό ήθελα να σε ρωτήσω αν την αγαπούσες. Ήταν το μόνο πράγμα που μετανιώνω που δεν ρώτησα. Συνειδητοποιώ τώρα ότι ποτέ δεν είχε σημασία. Γιατί είχες δίκιο όταν είπες πως οι άνθρωποι δεν μπορούν πάντα να μας δώσουν ό,τι θέλουμε απ’ αυτούς, ότι δεν μπορείς να τους ζητήσεις να σ’ αγαπούν με τον τρόπο που θες. Κανένας δεν μπορεί να κατηγορηθεί γι’ αυτό. Και τα προγνωστικά ήταν κατά μας από την αρχή: δεν είχαμε κάποιο manual, κανέναν να μας δείξει τον τρόπο. Ούτε ένα παράδειγμα ευτυχισμένου ζευγαριού μεταξύ αντρών. Πώς υποτίθεται θα έπρεπε να ξέρουμε πώς να το χειριστούμε; Πιστεύαμε έστω πως αξίζαμε να βρούμε προχωρώντας μαζί την ευτυχία;»
Και κάπως έτσι, πάντα επιστρέφω.
Είτε στο blog, είτε σε ένα βιβλίο, είτε σε μια ανάμνηση που νόμιζα πως είχα αφήσει πίσω. Ίσως τελικά να γράφουμε, να ερωτευόμαστε και να θυμόμαστε για τον ίδιο λόγο - για να μη χαθούμε εντελώς στο σκοτάδι.
Αγόρασε το εδώ.
