Είναι στιγμές που η εποχή μας μου φαίνεται αφόρητη και που η ανάγκη να ξεφύγω απ' αυτήν επιτακτική. Πόσες φορές δεν έχεις και εσύ ευχηθεί να είχες μια χρονομηχανή και να μπορούσες να ζήσεις έστω για μια ώρα σε άλλη δεκαετία; Ε, κάτι τέτοιο συνέβη και με το ''Κανάλ Ντ'αμούρ'' του Θωμά Κοροβίνη. Από την πρώτη κιόλας παράγραφο σταμάτησα να είμαι στην Κυψέλη, στο αποπνικτικό πολλές φορές αυτό διαμέρισμα, που τελευταία βρισκόμουν σε ''καραντίνα'' λόγω διαστρέμματος και βρέθηκα να περπατώ στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του '80.
Στα λασπόνερα του Βαρδάρη έριξα κλεφτές ματιές στους λαϊκούς ήρωες του συγγραφέα, ήρωες που σφυρηλατεί με την πένα του με μαεστρικές περιγραφές μιας και τους γνώριζε από πρώτο χέρι. Μια αυτοβιογραφική ηθογραφία της συμπρωτεύουσας που μέσα σε μόλις 55 σελίδες ζεις όσο έρωτα, καύλα και φλερτ δεν θα ζούσες ούτε με ξενύχτια ενός μήνα στην στείρα από επαφή και ουσία πια καθημερινότητα.
Δεν είμαι από αυτούς που θεωρούν πως όλα κάποτε ήταν καλύτερα . Μη με παρεξηγήσεις. Δεν είναι δα και λίγες οι φορές που σκέφτομαι πως όσοι υποστηρίζουν κάτι τέτοιο νοσταλγούν απλά τα νιάτα τους. Όμως εδώ μιλάμε με αδιάσειστα στοιχεία. Μια Ελλάδα με λεφτά, χωρίς οθόνες στα χέρια - δεν υπήρχε καν ιδιωτική τηλεόραση - και μπόλικο ερωτισμό, μιας και δεν βρισκόταν άλλη εναλλακτική ή καλύτερα... δεν χρειαζόταν.
Εξομολογήσεις μιας ζωής που θυμίζουν και στον πιο κυνικό υποστηρικτή της επιφάνειας πως τα σώματα δεν χορταίνουν αν τα βλέμματα δεν έχουν ταϊστεί πρώτα με τον πόθο και τη λαγνεία της προσμονής. Αυτό που μ' άρεσε όμως πέρα από την γλαφυρά δοσμένη εικόνα της πόλης, τόσα χρόνια πριν, είναι πως ο κύριος Κοροβίνης δίνει απάντηση στο ερώτημα που πολλοί του ''είδους'' μου κάνουμε. Πότε και γιατί άλλαξαν όλα.
Θα σ' αφήσω μ' ένα απόσπασμα που λάτρεψα, έτσι για να σου δώσω μια ιδέα της ζωντάνιας που σπαρταρά μέσα στις σελίδες.
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άγρα