Ο Alessio Forgione με έκανε με ένα μόλις βιβλίο να επεξεργάζομαι τη σελίδα του στη wikipedia, να στέλνω με ανυπομονησία email στις εκδόσεις Πόλις για να μάθω αν υπάρχει πιθανότητα να μεταφραστούν τα επόμενα δύο μυθιστορήματα του και να σκέφτομαι, πριν καν πάρω απάντηση, να αντικαταστήσω τα μαθήματα ισπανικών με τα ιταλικά για να μπορώ να διαβάζω ό,τι γράφει. Με έκανε να αναρωτιέμαι τι παραπάνω θα μπορούσε να με κάνει να νιώσω ένα οποιοδήποτε άλλο βιβλίο μετά από το “Napoli mon amour”. Με έκανε να φτάνω στην τελευταία σελίδα με δάκρυα στα μάτια.
Ο Αμορεζάνο είναι ένας 30χρονος ναυτικός, που επιστρέφει στο πατρικό του, με την επιθυμία να βρει μια δουλειά ή πιο σωστά… τη θέση του στον κόσμο. Παρά τα δύο πτυχία του, οι προσπάθειες του δεν οδηγούν πουθενά, έτσι εξαντλημένος και απογοητευμένος όπως ήδη είναι, αποφασίζει όταν τελειώσουν οι οικονομίες του, να αυτοκτονήσει. Στην πορεία, ένας ξαφνικός έρωτας αναζωπυρώνει τη διάθεση του για ζωή αλλά εδώ θα σταματήσω να φλυαρώ για την υπόθεση γιατί αισθάνομαι πως όσα και να πω θα το αδικήσω.
"Το Napoli mon amour είναι, φοβάμαι, κατά 73% αυτοβιογραφικό" δήλωσε ο 37χρονος συγγραφέας για το πρώτο του μυθιστόρημα και κατάφερε γράφοντας για τον εαυτό του να αποτυπώσει το ψυχογράφημα των millenials. Μιας γενιάς που ξεγελάστηκε από την αφθονία των ‘90s πιστεύοντας πως μπορεί να τα ‘χει όλα, για να βρεθεί προσγειωμένη απότομα σε έδαφος κρίσης κάνοντας εκπτώσεις σε όνειρα, χαμόγελα και γαλήνη.
''Έγραψα προσπαθώντας να μετατρέψω κάθε κόμμα σε χαστούκι και κάθε τελεία σε γροθιά. Κάθε καινούργια αράδα έπρεπε να είναι μια φτυσιά στα μούτρα εκείνου που με διάβαζε, αλλά και στη ζωή την ίδια που με είχε αναγκάσει να γράφω αυτά που έγραφα.''
Μέσα από τα μάτια του ήρωα - προσωπικά μου θύμισε σαν ιδιοσυγκρασία τον ''Ξένο'' του Καμύ - που παρατηρεί τον κόσμο με απόλυτη διαύγεια και σαρκασμό, παρελαύνουν τα αδιέξοδα , οι αγωνίες, οι πιο μύχιες σκέψεις του, δοσμένες με τρόπο κοφτό, δεδομένο, αδιαπραγμάτευτο. Οι τελείες και οι μικρές προτάσεις που φαίνεται να προτιμά, εξυπηρετούν ευφυέστατα το σκοπό τους. Το ‘’ταμείο’’ δε που κάνει κάθε φορά που ανοίγει το πορτοφόλι του, από σελίδα σε σελίδα, αφήνοντας τον αναγνώστη να αναρωτιέται για το πως θα βρει τον ήρωα το τελευταίο του ευρώ, διατηρεί το σασπένς αναλλοίωτο ως την τελευταία λέξη. Στην κυριολεξία.
Αυτό όμως που ξεχωρίζει στον πυρήνα του τούτο εδώ το βιβλίο είναι ότι γεννήθηκε από τα έγκατα της ψυχής ενός μονοπεριπατητή και όχι στο MacBook ενός προνομιούχου ‘’κληρονόμου’’ μεταξύ των ακριβοπληρωμένων ραντεβού του, όπως συχνά συμβαίνει στη λογοτεχνία και γενικότερα στις τέχνες.